Παράξενη κι επικίνδυνη λέξη το «γεια». Τόσο μικρή κι όμως μπορεί και σηκώνει το βάρος τόσων συναισθημάτων. Κι όμως μπορεί και κρύβει πίσω του τόσα ανείπωτα λόγια, επιμελώς θαμμένα μέσα σε μια αδιάφορη λέξη κι ένα κενό βλέμμα.
Είναι τόσο περίεργη η είσοδος των ανθρώπων στη ζωή μας. Ξαφνική, αναπάντεχη, επεισοδιακή, μπορεί ίσως και ρουτινιασμένη ως κι αστεία. Είναι τα άτομα αυτά που δε γνώριζες ποτέ πριν κι όμως τόλμησες σε λίγες μονάχα μέρες να βαφτίσεις «ανθρώπους δικούς σου» και πρόλαβαν ήδη να σου γίνουν απαραίτητοι.
Τον πρώτο σαστισμένο χαιρετισμό θα ακολουθήσουν πολλές ή λίγες τυπικές ερωτήσεις, μια παράσταση αυτοπροβολής εκατέρωθεν, μια προσποιητή συμπάθεια, μια βαρετή ανταλλαγή απόψεων κι εσύ πάντα στο ρόλο του κριτή παρατηρώντας κινήσεις, μορφασμούς καθώς και τον τρόπο που αρθρώνει κάθε λέξη, βγάζεις πόρισμα στο τέλος της συνάντησης.
Λίγες φορές το πόρισμα αυτό είναι θετικό, τα προσποιητά χαμόγελα κατάφεραν να δώσουν τη θέση τους σε ειλικρινή γέλια κι η δήθεν συμπάθεια ευγενείας κατόρθωσε να γίνει αυθόρμητη, όσο για την παράσταση έληξε πριν καν το καταλάβεις. Κάπως έτσι γεννιούνται οι φίλοι.
Κι άλλες φορές, ακόμη πιο σπάνιες το χλιαρό σου πρώτο «γεια» συνοδεύεται από ένα απροσδιόριστο μούδιασμα, μια ανεξήγητη υπερένταση, ένα αφηρημένο βλέμμα κι ένα ρεύμα που αρχίζει να τρυπάει νευρικά το κορμί σου. Μην ανησυχείς δε χρειάζεσαι γιατρό ή ίσως και να χρειαστείς γιατί κι ο έρωτας αρρώστια είναι.
Είναι αυτό το «γεια» που θα δώσει τη σκυτάλη σε χιλιάδες καλημέρες και καληνύχτες που πάντα θα σφραγίζονται από ένα παθιασμένο φιλί κι ένα βαθύ χαμόγελο· όχι απαραίτητα χαμόγελο στα χείλη, χαμόγελο στα μάτια. Είναι το ίδιο που πιστεύεις πως δε θα ξανακουστεί ποτέ πια τόσο ψυχρό όταν το απευθύνεις στο άτομο αυτό.
Μ’ ένα τυπικό «γεια» κι ένα αμήχανο χαμόγελο υποδέχθηκες κι αυτόν, όπως χιλιάδες άλλους περαστικούς στη ζωή σου. Αυτός όμως δεν ήταν περαστικός ή έτσι ήθελες να πιστεύεις.
Πόσο βολικό αυτό το «γεια». Ταιριάζει παντού και φροντίζει να σε βγάλει απ’ την άβολη θέση σε κάθε περίσταση. Το σκορπάς ελεύθερα σε άτομα αδιάφορα, σε γνωστούς που απλώς δεν κατάφεραν να πάνε πιο πέρα απ’ αυτό· χωρίς να τρέφεις αρνητικά αισθήματα για αυτούς –συνήθως βέβαια δεν είναι ικανοί να δημιουργήσουν και κανένα άλλο– είναι τόσο αδιάφοροι όσο το γεια σου.
Το μοιράζεσαι όμως και με κομμάτια σου που στάθηκαν στο παρελθόν και δεν προχώρησαν μαζί σου, με πρώην φίλους που σου θυμίζουν τη λανθασμένη κρίση σου στους ανθρώπους. Από τότε μοιάζεις πιο καχύποπτος, την πατάς όμως πιο δύσκολα και τους ευχαριστείς γι’ αυτό.
Εκεί βγαίνει κάπως ζορισμένα, κολλάει κάπου ανάμεσα στα δόντια. Είναι τόσο χλιαρό και τυπικό, σχεδόν υποχρεωτικό. Υποχρεωτικό για να αποδείξει πως είσαι ανώτερος, πως δεν κρατάς κακία· κι ας την μοιράσετε απλόχερα κι οι δύο μόλις απομακρυνθείτε απ’ το κοινό σας οπτικό πεδίο.
Εκείνο το «γεια» όμως που δεν μπορείς με τίποτα να ξεστομίσεις αφορά τον πρώην «άνθρωπό σου». Γιατί έτσι είναι άνθρωποι, όσο εύκολα έρχονται κοντά, άλλο τόσο (και περισσότερο) φεύγουν μακριά. Έτσι κι οι νυν γίνονται πρώην, έτσι κι έρωτες πληγές.
Αν το σκεφτείς, είναι αστείο πως άνθρωποι άγνωστοι γίνονται δικά μας κομμάτια κι ύστερα πάλι άγνωστοι απ’ την αρχή· άγνωστοι που γνωρίζεις πολύ καλά, καλύτερα κι απ’ τον ίδιο σου τον εαυτό πολλές φορές. Τόσο αστείο και τόσο λυπηρό.
Ερωτεύονται για να ζήσουν μαζί οι άνθρωποι κι όμως σχεδόν πάντα χωρίζουν τους δρόμους τους κι αλλάζουν κατευθύνσεις και δεν κοιτούν ποτέ ξανά πίσω ή ίσως σπάνια να ρίχνουν κάποιες κλεφτές ματιές. Κι όταν η μοίρα διασταυρώσει τους δρόμους τους, αφήνουν τα μάτια να πουν όσα ποτέ δεν είπαν, κι ανοίγουν τα χείλη μονάχα για έναν «τυπικό ευγενικό χαιρετισμό».
Αηδίες. Αυτό το «γεια» βρωμάει υποκρισία, πνιγμένη επιθυμία, σκοτωμένα συναισθήματα, διαψευσμένες προσδοκίες, ματαιωμένα όνειρα κι εγώ αρνούμαι να αρκεστώ σ’ αυτό.
Εμείς οι δύο δεν είπαμε ποτέ ούτε ένα γεια χωρίς φιλί, χαμόγελο κι αγκαλιά. Έτσι επιλέγω να προσποιηθώ πως δε σε βλέπω και σε αποφεύγω περνώντας στον απέναντι δρόμο.