Οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους όντα μαζοχιστικά, όσο τους παρατηρώ πάντα εκεί θα καταλήγω. Τον αγαπούν τον πόνο, τον κυνηγούν, τον αποζητούν. Τον ανήγαγαν σε Θεό, τον ονόμασαν ως κι έρωτα.

Ο έρωτας θα ‘πρεπε να αντιμετωπίζεται ως γιορτή, χαρά και πανηγύρι, να μοιάζει με βόλτα απεριορίστων διαδρομών σε λούνα παρκ. Ο έρωτας ο σωστός, ο αληθινός έχει χρώμα, είναι ροζ, είναι κόκκινος, συντροφεύεται από χαχανητά και χαμόγελα.

Κι όμως οι άνθρωποι επιμένουν να τον βάφουν μαύρο, βασανιστή κι αδίστακτο. Τον ντύνουν με λυγμούς και κλάματα, τον βαφτίζουν σε κολυμπήθρες αλκοόλ, τον καταριούνται κι ύστερα πάλι τον αναζητούν σ’ έναν ακόμη ατσαλάκωτο μασκοφόρο με μαστίγιο.

Είναι μυστήρια η σχέση των ανθρώπων με τον πόνο, σα να τους τραβάει ένας ισχυρός μαγνήτης που καθιστά την όποια αντίσταση μάταιη. Θυμίζει την πεταλούδα που τριγυρνάει στο φως κι ας είναι να καεί. Έτσι κι οι άνθρωποι μένουν ή πάντα επιστρέφουν σε ό,τι τους πληγώνει, αγαπούν ό,τι τους τσακίζει.

Επικαλούνται ως το μεγάλο έρωτα, τη μεγαλύτερη καταστροφή τους, αυτόν που κατάφερε να αφήσει τα πιο βαθιά σημάδια, αυτόν που τους γκρέμισε, που τους έσπασε την καρδιά –μαζί και τα μούτρα-.

Ο έρωτας τρέφει και τρέφεται απ’ τον ίδιο τον πόνο. Τον συντηρεί και παράλληλα συντηρείται απ’ αυτόν. Δεν απουσιάζει ποτέ από καμία σχέση· κι αν ακόμα δε μας επισκεφτεί, βιαζόμαστε να τον καλέσουμε εμείς με κάθε μέσο.

Αν τολμήσει κι απουσιάσει, τρέχουμε να κατεβάσουμε την επιγραφή «έρωτας». Το βαφτίζουμε «φιλία» ή μια απλή ξενέρα.

Έχοντας λοιπόν τον πόνο στον πυρήνα και καθιστώντας τον ως βαρόμετρο μιας σχέσης, συχνά μπερδεύουμε το «πάθος» με το «λάθος».

Ίσως τελικά και να μην είναι τυχαία η ομοιότητα των λέξεων αυτών. Ίσως πέρα απ’ το ένα μόνο γράμμα που τις διαχωρίζει, να τις χωρίζει μονάχα μία λεπτή κλωστή.

Ο άνθρωπος προκειμένου να δικαιολογήσει κάπως την καθαρά μαζοχιστική του αυτή τάση –καθώς αρνείται πεισματικά να δεχτεί πως ο ίδιος προκαλεί κάθε ουλή πνευματική, σωματική και ψυχική- επιβάλλει τη λογική του δύσκολου, του άπιαστου, του ανέφικτου ως μονόδρομο στην ευτυχία.

Τρέχει πίσω από σχεδόν σχέσεις, σχεδόν έρωτες, σχεδόν συναισθήματα κι αναλώνει ολόκληρη την ύπαρξη του σε μία σχεδόν ζωή.

Όχι, οι σχέσεις δεν αλλάζουν ταυτότητα. Όχι, δεν μπορείς να κάνεις κάποιον να σε ερωτευτεί κι όχι, δεν μπορείς να γίνεις ευτυχισμένος συμβιβάζοντας συνεχώς τα «θέλω» σου, χορταίνοντας με ψίχουλα με το φόβο μην τα χάσεις κι αυτά.

Ο έρωτας δε χωράει συμβιβασμούς, δε γεννιέται με παρακάλια, δεν επιβιώνει με εκβιασμούς και μιζέρια. Είναι όντως η ισχυρότερη δύναμη αυτού του κόσμου, δε συμπαθεί όμως την πίεση, δεν είναι φίλος με τον «πόνο».

Σταμάτα να γυρεύεις την ευτυχία στο ίδιο μέρος που την έχασες. Σταμάτα να αγαπάς το πρόσωπο που καταριέσαι. Απλά δε γίνεται, είναι άρρωστο κι ο έρωτας είναι ό,τι πιο υγιές υπάρχει σ’ αυτόν τον πλανήτη.

Στάματα να ονομάζεις την καύλα της στιγμής και τα κρεβάτια της μιας βραδιάς έρωτα και πάψε ύστερα να παραπονιέσαι γι’ αυτά. Σταμάτα να τρέχεις πίσω από κενούς ανθρώπους με την ελπίδα να σε γεμίσουν· φρόντισε να γεμίσεις εσύ τον εαυτό σου.

Μην τους κατηγορείς που δε σου έδωσαν αυτό που ζητούσες. Οι άνθρωποι ακόμα κι όταν δε μιλούν, πάντα δείχνουν τι θέλουν. Σκέψου λοιπόν, μήπως επέλεξες να τα μεταφράσεις με τον τρόπο που σε βόλευε;

Ο έρωτας δεν είναι ποτέ λάθος, είναι όμως φορές που θες να ονομάζεις τα λάθη σου, έρωτες για να παρηγορείς τον εαυτό σου. Όταν δώσεις τέλος σε όλη αυτή την παράνοια, θα είσαι έτοιμος να ζήσεις το μεγαλείο του.

 

 

Συντάκτης: Πωλίνα Πανέρη