Ένας ακόμη ομηρικός καβγάς, φωνές, κλάματα, σκληρές αγκαλιές, νευρικά χτυπήματα, κυνηγητό στα σκαλιά, παθιασμένα φιλιά, ανάσες κοφτές, κραυγές, λυγμοί, πόρτες που κλείνουν δυνατά πίσω τους. Κι ένα «τέλος» που έχει ακουστεί ξανά αρκετές φορές, αυτή όμως μοιάζει διαφορετική, μοιάζει αληθινό – κι όντως είναι. Έτσι είναι οι έρωτες.
Καταστρέφονται απ’ την ίδια τους τη δύναμη, βουλιάζουν απ’ το ίδιο τους το πάθος, πνίγονται στα ορμητικά νερά τους, γεννιούνται και πεθαίνουν απ’ την ίδια ένταση. Πεθαίνουν γιατί δεν έμαθαν στιγμή να συμβιβάζονται, γιατί τα θέλησαν όλα, ακραία κι απόλυτα. Γιατί τη στιγμή που έπρεπε να κάνουν ένα βήμα πίσω, όταν χρειάστηκε μια μικρή οπισθοχώρηση, ο εγωισμός τους δεν τους το επέτρεψε.
Έζησαν έντονα κι αυτό το «πολύ» των συναισθημάτων τους, δε θέλησαν να το διαπραγματευτούν ούτε στιγμή κι έτσι κατέληξαν με το καθόλου αφού αρνήθηκαν το λίγο. Κι όχι όλο αυτό δεν είναι ο απόλυτος ρομαντισμός ούτε ο απόλυτος, ατόφιος κι ακραίος έρωτας. Όλο αυτό είναι μια φούσκα που σκάει στα ίδια τους τα μούτρα.
Οι θυελλώδεις έρωτες όπως περιγράφονται μέσα στα βιβλία και τις ταινίες, οι έρωτες αυτοί οι άρρωστοι, οι ακραίοι που φλερτάρουν με το μίσος, τη συμφορά και το χαμό και λίγο πριν το τέλος βρίσκουν την ισορροπία τους και σώζονται απ’ τον γκρεμό, στην πραγματική ζωή δεν υπήρξαν ποτέ, δεν άντεξαν πουθενά αλλού πέρα απ’ το μυαλό του δημιουργού τους.
Γιατί όταν η αυλαία πέσει, η οθόνη δείξει το “The end” και το βιβλίο φτάσει στην τελευταία του σελίδα, η ζωή θα τους βρει το ίδιο μαινόμενους να τρώγονται ψυχικά και σαρκικά και να πληγώνονται μέρα με τη μέρα. Μέχρι που ο πιο δειλός –ή και πιο τολμηρός– μια μέρα θα ρίξει τίτλους τέλους.
Κι αυτός ο δειλός ή θαρραλέος που δεν είχε άλλη αντοχή για να μείνει ή βρήκε τη δύναμη για να φύγει, θα κλείσει όλη αυτό τον πόνο κι όλη την ευτυχία στο πιο σκοτεινό δωμάτιο του μυαλού του, δίπλα στο πιο φωτεινό παράθυρο της ψυχής του και θα τρέξει μακριά.
Θα αναζητήσει έναν ήρεμο, χλιαρό ερωτάκο που δε θα έχει πάθος, θα έχει όμως αμοιβαία συντροφικότητα. Που θα ξαπλώνει δίπλα του στο κρεβάτι και θα τον αγκαλιάζει τρυφερά μα κι αδιάφορα. Που δε θα κάνει το κορμί του να σπαρταράει ούτε από πάθος κι ηδονή ούτε όμως κι από φόβο ή ανασφάλεια.
Μια αγάπη καθημερινή, που κανείς συγγραφέας δεν της αφιέρωσε καμιά σελίδα, μια αγάπη άχρωμη κι άοσμη που θα του είναι εύκολο να τη συντηρεί καθημερινά. Μια αγκαλιά που θα τον περιμένει κάθε νύχτα και δε θα τρέμει μήπως δεν τη βρει εκεί όταν επιστρέψει.
Ένας άνθρωπος το ίδιο φοβισμένος κι ανασφαλής με αυτόν που συμφώνησαν βουβά να παρέχουν ασφάλεια ο ένας στον άλλον. Που αγάπησαν τις πληγές τους και τις περιποιούνται με κινήσεις λεπτές κι αμήχανες κάθε μέρα με την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα καταφέρουν να τις γιατρέψουν – ή έστω να τις απαλύνουν.
Ένα συναίσθημα επιβίωσης κι αυτοσυντήρησης που δεν έχει καμία σχέση με εκείνη την αυτοκαταστροφική αγάπη του παρελθόντος – που στην τελική ποτέ δεν πρόλαβε να γίνει αγάπη, ένας άγουρος έρωτας έμεινε που πάλευε με τον ίδιο του τον εαυτό.
Οι συμβιβασμένοι ζουν μαζί κι οι ερωτευμένοι μόνοι. Και δεν ξέρω τι είναι αυτό που κάνουμε λάθος. Ίσως τίποτα, ίσως κι όλα. Ίσως έτσι τους πρέπει, να μένουν μισοί, ανολοκλήρωτοι, ίσως αυτό το ερωτηματικό κι αυτός ο πόνος να τους δίνει αυτή τη λάμψη.
Ίσως ο έρωτας αυτός, ο απόλυτος, ο βίαιος, ο χειμαρρώδης να κρατάει μονάχα λίγο, πριν προλάβει να τον ξηλώσει η συνήθεια, πριν τον θαμπώσει η ρουτίνα. Μια μικρή μονάχα δόση, μια γεύση ανίκανη να σε χορτάσει που θα τη ζητάς για πάντα και που λίγο μεγαλύτερη δόση είναι ικανή να σε σκοτώσει.
Αυτός είναι ο έρωτας!