Οι άνθρωποι γνωρίζονται, ερωτεύονται, ζουν μαζί κι ύστερα, συνήθως, χωρίζουν. Η ιστορία αυτή επαναλαμβάνεται πάντα σαν ρόδα που διαρκώς γυρίζει· κι αν και δεν είναι ό,τι πιο ευχάριστο μπορείς να διαπιστώσεις, είναι σίγουρα απόλυτα ρεαλιστικό.
Ο χωρισμός είναι παράξενος, ιδιότροπος και κακομαθημένος, συχνά γίνεται εκδικητής. Δεν επιτρέπει σε κανέναν να τον χαρεί, ούτε καν σ’ αυτόν που τον επιλέγει, ούτε σ’ αυτόν που τον πανηγυρίζει και καυχιέται για την ελευθερία του, ειδικά αυτός είναι που τον κλαίει περισσότερο απ’ όλους.
Κι αφού ξεκαθαρίσαμε πως ο χωρισμός είναι φαινόμενο ιδιαίτερα διαδεδομένο και σίγουρα ποτέ εύκολη υπόθεση, ας εστιάσουμε σε όσα προηγούνται της διαδικασίας αυτής.
Καταρχήν δεν είναι ποτέ αυθαίρετος ή αιφνίδιος. Δε χτυπάει την πόρτα σου αν δεν έχει πάρει μερικά τηλέφωνα να ειδοποιήσει για την άφιξή του.
Όπως επίσης δεν αφορά, δεν απευθύνεται και δεν προέρχεται ποτέ μόνο από έναν. Συχνά σχετίζεται με περισσότερους από δύο, αλλά ποτέ με λιγότερο από τους δύο άμεσα εμπλεκόμενους.
Κι όμως ο κανόνας τον θέλει να εκφράζεται ατομικά και αρκετά συχνά όχι απ’ αυτόν που τον επιθυμεί περισσότερο.
Η ευθύνη γενικά δε συναντά πολλούς θερμούς υποστηρικτές, μάλλον θέλει αρκετούς να επιχειρούν με κάθε τρόπο να την αποποιηθούν, πόσο μάλλον όταν αφορά έναν χωρισμό.
Ξέρω πως δεν πέφτεις απ’ τα σύννεφα καθώς το έχεις κάνει ή έστω το ‘χεις σκεφτεί, όπως κι εγώ, το να αποποιηθείς τις ευθύνες ενός χωρισμού, κάνοντας τον άλλον να πιστεύει πως είναι δική του απόφαση ντε.
Η πιο επιφανειακή εξήγηση που μπορεί να δοθεί στο φαινόμενο «δε φταις εσύ, φταίω εγώ» ή «είμαι πολύ λίγη για σένα» χωρίς προφανώς να στο πω ευθέως, αλλά πασχίζοντας παρασκηνιακά να στο αποδείξω είναι ο εγωισμός.
Αρνείσαι να παραδεχτείς πως κουράστηκες να προσπαθείς, πως βαρέθηκες ή απλώς σου τελείωσε, κρύβεσαι πίσω από προβαρισμένες σκηνές που θα σε μετατρέψουν από θύτη σε θύμα.
Όλοι λίγο-πολύ κουβαλάμε «το σύνδρομο του καλού παιδιού». Δε θέλουμε να παραδεχτούμε πως είμαστε μαλάκες, συχνά μεγαλύτεροι απ’ όσους κρίνουμε ή αποφεύγουμε. Έτσι αναγκάζοντας τον άλλο να πάρει την απόφαση, κρατάς τη συνείδησή σου καθαρή και τον τίτλο του καλού παιδιού αναλλοίωτο.
Είναι όμως και φορές, μάλλον οι περισσότερες που στο «τέχνασμα» αυτό δε σε οδηγεί ο εγωισμός αλλά μάλλον η ενοχή κι η δειλία. Γνωρίζεις καλά πως όλο αυτό έχει τελειώσει, πως δεν έχει τίποτα πια να σας προσφέρει, ξέρεις πως έφτασε η ώρα για το επόμενο βήμα, όμως κάθε φορά που πας να σηκωθείς, κάτι σε τραβάει πίσω.
Αυτή η αόρατη δύναμη δεν είναι άλλη απ’ τη συνήθεια που σε συνάρτηση με το φόβο και τις ανασφάλειες σε θρονιάζουν στο παρόν σου που όμως είναι ήδη παρελθόν εμποδίζοντας τα βήματά σου.
Στην περίπτωση αυτή τα ξεσπάσματά σου, η υπερπροβολή της χειρότερης εκδοχής σου κι οι υπερβολές σε όλη σου τη συμπεριφορά δεν είναι σκηνοθετημένες, ούτε καν συνειδητές αλλά αυθόρμητες και αβίαστες νευρικές κινήσεις που σηματοδοτούν την αρχή του τέλους.
Κάπου ανάμεσα λοιπόν στην ενοχή και τη δειλία το να φέρεις τον άλλον στα όριά του αναγκάζοντάς τον να πει πρώτος το «τέλος» φαντάζει λυτρωτικό.
Εξάλλου οι άνθρωποι θα είμαστε πάντα αδύναμοι να αποφασίζουμε και θα κρυβόμαστε πίσω από όμορφα ψέματα που μας χαρίζουν μια στιγμιαία εικονική τελειότητα.