Το αγαπημένο μας pillowfights γίνεται ενός και μιας κι εμείς δεν είμαστε κι οι πιο νορμάλ άνθρωποι που θα συναντήσεις, είπαμε να το γιορτάσουμε αλλιώς.

Αντί για πάρτυ, τούρτες κι άλλα τέτοια χαζά και τετριμμένα, αποφασίσαμε να βγάλουμε τ’ άπλυτα μας στη φόρα. Όχι πως ήδη δεν ξέρετε αρκετά για ‘μας, γλυκά, πωρωμένα αναγνωστάκια, άλλα είπαμε να έρθουμε ένα τσικ ακόμη πιο κοντά. Να ξέρεις βρε αδελφέ τι ανθρώπους βάζεις στο σαλόνι σου.

Ανοίγω, λοιπόν, ένα μπουκάλι κρασί, παίρνω μια βαθιά ανάσα και σκέφτομαι ποια ιστορία μου να μοιραστώ μαζί σας –ε γενέθλια έχουμε, δε θα πιούμε τίποτα;

Για το σκύλο μου, τη σχολή, τους ημίτρελους συγγενείς ή μήπως τους τρελαμένους φίλους;

Φυσικά και καμία απ’ αυτές. Μια είναι η ιστορία της ζωής μας, ο έρωτας. Αυτή η κινητήρια δύναμη που κάνει τον κόσμο να γυρίζει σαν ρόδα σε λούνα παρκ.

Θα σας πάω περίπου 3 χρόνια πίσω. Είναι καλοκαίρι, είμαι Χίο, έχω ξυπνήσει από μεθύσι, βαριέμαι και ζεσταίνομαι. Χαζεύω στο facebook όπου σκάει ένα ακόμη άκυρο request. Μη χασμουριέσαι, σε βλέπω. Τώρα αρχίζουμε.

Κοινοί φίλοι λίγοι, φωτογραφία αδιάφορη(από κοντά ευτυχώς αποδείχθηκε πολύ καλύτερη η φυσιογνωμία, ουφ), πρόσωπο που κάτι μου θυμίζει, αλλά δεν παίρνω κι όρκο.

Κι εκεί που η δικιά σου τους περνάει από κόσκινο συνήθως, είναι όμως και συμφεροντολόγα αισχρή και παρατηρεί πως οι κοινοί φίλοι είναι απ’ τη σχολή. Πατάει το confirm, λοιπόν, με τη λογική πως όλο και κάπου θα φανεί χρήσιμος.

Μετά από λίγο σκάει και το παραθυράκι, άλλο ένα λιγουράκι του fb θα σκεφτείτε. Το ίδιο κι εγώ, αλλά οι ώρες κυλούσαν βαρετά κι έπρεπε κάπως να τις σκοτώσω. Απαντάω λοιπόν, έτοιμη να διαολοστείλω έναν ακόμη αγενή.

Η πρώτη συζήτηση τυπική απ’ αυτές που βαριέσαι θανάσιμα. Η δεύτερη κάπως αστεία, η τρίτη σοβαρή και η τέταρτη ξεκάθαρη.

Ξεκαθαρίζει πως οι προθέσεις του δεν είναι φιλικές κι εγώ τους όρους μου. Για να μαθαίνετε δηλαδή πως κι ο έρωτας μια συμφωνία είναι, όσο νωρίτερα θέσετε τους όρους, τόσο καλύτερα θα εξελιχθεί.

Κλείνω την παρένθεση και συνεχίζω.

Οι συζητήσεις πήγαιναν κι έρχονταν, φαινόταν πολύ καλός για να ‘ναι αληθινός κι εγώ, ως ένα ακόμη καχύποπτο θηλυκό, πέταγα τις σπόντες μου για να ξεμπροστιάσω το λιγουράκι μας που κρύβεται καλά· γιατί όταν τρυπηθείς από το αγκάθι, φοβάσαι και το τριαντάφυλλο. Τζίφος όμως, κύριος. Κανένα υπονοούμενο, καμία μαλακία.

Περίπου ένα μήνα μετά, οι γραπτές συζητήσεις έγιναν και τηλεφωνικές. Τα μηνύματα για καλημέρα και καληνύχτα κανόνας, εγώ είχα αρχίσει να γίνομαι το μωρό του κι αυτός μια αιτία να χαμογελώ (να προστεθεί πως ήμουν ακόμη με τις γάζες απ’ το προηγούμενο αγκάθι).

Κι όλο αυτό το τόσο αλλόκοτο ήταν ταυτόχρονα και τόσο ωραίο. Σαν μεθύσι από ‘κείνα τα καλά, χωρίς hangover. Όσο το γούσταρα, τόσο το φοβόμουν κι όσο το έτρεμα, τόσο το απολάμβανα.

Αποφάσισα να το πνίξω όμως, είχε μεγαλώσει τόσο που θα μας έπνιγε αυτό. Είναι απ’ αυτά που έρχονται για να μείνουν, αποφασισμένα να σου αλλάξουν τη ζωή. Αποφασισμένα για ‘σένα, πριν από ‘σένα.

Το καλοκαίρι, λοιπόν, τελείωσε κι η επιστροφή μου στη Θεσσαλονίκη συνοδεύτηκε απ’ τη συνάντηση μας. Το ίδιο κιόλας βράδυ, η επιμονή του δε χωρούσε αναβολή. Μεταξύ μας, ούτε κι η δική μου ανυπομονησία.

Και τελικά είναι αλήθεια πως ο έρωτας όπου μπαίνει, κάνει τουλάχιστον κινηματογραφική εμφάνιση. Κάνει θόρυβο και σκορπάει πυροτεχνήματα. Όχι απ’ αυτά στον ουρανό, απ’ τα άλλα στα μάτια και το στομάχι.

Μαζί του αισθάνθηκα οικεία, ζεστά. Ένιωσα ασφάλεια, σαν να έφτασα επιτέλους «σπίτι» μετά από πολλές ταλαιπωρημένες διαδρομές. Ένιωσα να τον γνωρίζω χρόνια κι ας μετράγαμε μονάχα λίγες στιγμές.

Ήταν τόσο αυτά που θέλαμε να πούμε κι όμως τα βλέμματά μας αρκούσαν για να συνεννοηθούν. Έτσι κι αλλιώς κι όταν μιλούσα, δεν μ’ άκουγε, άπλα με κοίταζε χαμένα. Δε με ενόχλησε καθόλου όμως, απεναντίας κι όλως περιέργως απολάμβανα το βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου, σαν να θελε να αποτυπώσει στη μνήμη του κάθε λεπτομέρεια του προσώπου μου.

Το πρώτο φιλί έφτασε μια μέρα μετά, όχι γιατί είχα καταστρώσει κανένα στρατηγικό σχέδιο για να τον καψουρέψω, ούτε γιατί μ’ άρεσε να τον βασανίζω (καλά αυτό ίσως και να μ’ άρεσε λίγο), ούτε γιατί έλειπε η χημεία, από αυτήν είχαμε ήδη χημικές αντιδράσεις, καπνούς και κρότους.

Γιατί ήθελα να σιγουρευτώ πως αυτό το τόσο δυνατό που ένιωσα μέσα μου ήταν αληθινό κι όχι μια ψευδαίσθηση, γιατί φοβήθηκα μήπως με παρασύρει η δύναμη κι η ταχύτητά του και με πετάξει βίαια στον τοίχο, γιατί δείλιασα, πάντα δειλιάζουμε στον έρωτα οι άνθρωποι. Είναι ο Θεός κι ο διάολός μας ταυτόχρονα, βλέπεις.

Το πρώτο φιλί, λοιπόν. Αυτή η υπέροχη στιγμή που τα χείλη δύο ανθρώπων γίνονται ένα, μαζί και τα «θέλω».

Είναι αυτή η μαγεία που έχει το πρώτο φιλί που αγγίζει το άπειρο, είναι οι χτύποι στην καρδιά που χορεύουν σαν τρελοί, είναι που ακούς καμπανάκια κι όλη τη φιλαρμονική μαζί. Έτσι ήταν κι αυτό, από ‘κείνα που τα θυμάσαι για πάντα.

Η τρέλα μου αυτή δε μ’ άφησε να τη μετανιώσω ούτε στιγμή. Πέρασαν χρόνια από ‘κείνη την πρώτη βόλτα στον Πύργο και οι ήρωες μας διέσχισαν χιλιόμετρα μαζί. Ίσως να σεργιανίζουν ακόμη στα στενά της πόλης και να φιλιούνται στα σκοτεινά, ίσως κι οι δρόμοι τους να χώρισαν.

Δε θα σας πω το τέλος γιατί ο έρωτας δεν έχει τέλος, έχει μονάχα αρχή.

Συντάκτης: Πωλίνα Πανέρη