Όλη μας τη ζωή αναμασάμε νευρικά την ίδια άγευστη καραμέλα, αυτή που επιτάσσει «θέλω» και «πρέπει», «θέλω» και «μπορώ». Διλήμματα, ενδοιασμοί και βεβιασμένες αποφάσεις. Όλα τόσο βολικά άβολα, τόσο αληθινά ψεύτικα. Στην προσπάθεια να πείσουμε τους γύρω μας, κοντέψαμε να πείσουμε και τους εαυτούς μας πως δεν μπορούμε, πως ως εκεί φτάνουμε, πως δεν έχουμε να δώσουμε κάτι παραπάνω. Βάλαμε μόνοι μας τα όριά μας κι υψώσαμε το συρματόπλεγμα της απογοήτευσής μας, αυτής που πήραμε κι αυτής που δώσαμε.
Όπως καθετί, έτσι κι αυτό αλλάζει νόημα απ’ την οπτική που θα το δεις. Αλλιώς το εκλαμβάνεται ο θύτης κι αλλιώς το θύμα. Βολεύει να είσαι αυτός που θα βασιστεί σε ένα: «Θέλω αλλά δεν μπορώ». Η αλήθεια είναι πως ό,τι προηγείται του αλλά, καμία σημασία έχει και ουδεμία αλήθεια κρύβει.
Όταν όμως είσαι εσύ ο δέκτης της ηρωικής αυτής και γεμάτη αυταπάρνηση δήλωσης, τα πράγματα μοιάζουν πολύ διαφορετικά. Κι επειδή η αλήθεια βρίσκεται πάντα στην απέναντι πλευρά, καλό είναι λοιπόν να δούμε τα πράγματα απ’ την πιο άβολη θέση του παρατηρητηρίου.
Το μπορώ είναι δυνατή λέξη. Έχει όμως μια ιδιαιτερότητα, έχει δύναμη μόνο στην καταφατική μορφή της. Δεν ταιριάζει και δε θα έπρεπε να συνυπάρχει ποτέ με αρνητικό μόριο. Το «δεν μπορώ» είναι το πιο καλοστημένο ψέμα μιας ολόκληρης αιωνιότητας. Πίσω του προσπαθεί να κρυφτεί ένα μεγαλοπρεπέστατο «δε θέλω».
Αυτή είναι η μοναδική αλήθεια, ο βαθμός δυσκολίας οποιασδήποτε κίνησης είναι αντιστρόφως ανάλογος της επιθυμίας σου. Όταν θες κάτι πολύ, όταν γουστάρεις κάποιον πολύ, όταν δε θες να χάσεις κάποιον απ’ τη ζωή σου, πάντα υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις.
Αυτός ο χρόνος που όλο λες πως δεν έχεις, ξέρεις κι εσύ πως πάντα υπάρχει λίγος παραπάνω χρόνος για ένα τηλέφωνο, ένα μήνυμα και μια αγκαλιά για τον άνθρωπό σου. Αυτή η συχνή –σχεδόν οριστική– αδυναμία σου να βοηθήσεις, γιατί όλα είναι κάπως δύσκολα κι ακατόρθωτα για σένα, γιατί κάτι προέκυψε κι όλο κάτι σου τυχαίνει.
Οι σχέσεις εξ αποστάσεως που ναυάγησαν γιατί τους χώρισαν τα χιλιόμετρα και τερματίστηκαν άδοξα ενώ οι άνθρωποι μέσα σ’ αυτές ακόμα αγαπιόντουσαν. Μπαρούφες, ακόμα κι αν δεν ήθελαν να τα παρατήσουν όλα για να ακολουθήσουν ο ένας τον δρόμο του άλλου (πρόσεξε, δεν ήθελαν, όχι δεν μπορούσαν, σήμερα θα πούμε αλήθειες), κουράστηκαν γρήγορα κι έπαψαν να προσπαθούν. Τους βόλεψε περισσότερο το «αδύνατο» απ’ την αδυναμία τους να συνεχίσουν. Είναι ευκολότερο να παραδέχεσαι πως δεν μπορείς, αντί να πεις πως βαρέθηκες ή έπαψες να θες να προσπαθείς.
«Είναι πολλές ώρες απόσταση, έχω πολλή δουλεία, πρέπει να ξυπνήσω νωρίς, είμαι λίγο αδιάθετος». Έχουμε ανακαλύψει χιλιάδες τρόπους να ντύσουμε την άρνησή μας να προσπαθήσουμε για κάποιον ή για κάτι. Το «δε θέλω» μας ακούγεται κάπως αγενές κι εμείς πασχίζουμε πάντα να κρατάμε αναλλοίωτο το ρόλο του καλού παιδιού.
Αφήνουμε να χάνονται άνθρωποι απ’ τη ζωή μας, άνθρωποι και συναισθήματα γιατί απλώς δεν μπορέσαμε να τους κρατήσουμε. Βασίζουμε όλη μας τη ζωή σε ψέματα και δικαιολογίες μπροστά στην αδυναμία μας να παραδεχτούμε πως δε θέλουμε, πως κουραζόμαστε εύκολα και πως στην τελική συνηθίσαμε να τα παρατάμε στην πρώτη δυσκολία.
Πιο δυνατό κι απ΄το «μπορώ» είναι το «θέλω». Αυτός που θέλει θα φέρει τον κόσμο ανάποδα, θα κάνει τον ήλιο να ανατείλει από τη δύση, θα έχει παρουσία στη ζωή σου και δε θα σε αφήσει να χαθείς. Γιατί ο άνθρωπος μπορεί να κάνει τα πάντα κι ο ερωτευμένος επιβάλλεται να τα κάνει.