Αν κάτι μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά για την ευτυχία είναι πως δε θα την βρεις σε πρώτο ενικό πρόσωπο. Μη γελιόμαστε, κανείς δεν ευτύχισε μόνος. Και τις φορές που δήλωσες με χαμόγελο πως είσαι ευτυχισμένος, ήξερες πως κάπου το χρωστάς αυτό το τέντωμα στα χείλη.
Όσο καλά κι αν είσαι μόνος, θα ‘σαι πάντα καλύτερα όταν μοιράζεσαι τη ζωή σου με κάποιον. Όλοι έχουμε ανάγκη έναν άνθρωπο, ένα χάδι και μια αγκαλιά, όσο δυναμικοί κι ανεξάρτητοι κι αν επιμένουμε να αυτό-αποκαλούμαστε.
Όχι, όμως, οποιονδήποτε άνθρωπο κι ούτε οποιοδήποτε χάδι. Όχι άλλες υποχωρήσεις, όχι άλλους τραγικούς συμβιβασμούς. Σε κούρασαν οι σχέσεις που μοιάζουν με συμβόλαια με ημερομηνία αποδέσμευσης, σιχάθηκες και τα άδεια κρεβάτια. Μεγάλωσες γι’ αυτά, γιαλαντζί δεν τρως ούτε τα γεμιστά σου, όχι δα κι αγάπη με το ζόρι, όχι συναίσθημα προσποιητό.
Κι είναι ύστερα κι αυτοί οι λίγοι που έδειξαν να αξίζουν –και που εσύ έτρεξες να τους πιστέψεις– που, τελικά, βιάστηκαν να επιβεβαιώσουν πως το κριτήριό παραμένει ανακριβές. Αφού εξασφάλισαν την εμπιστοσύνη σου, έκαναν τα πάντα για να σε απογοητεύσουν, για να σε πείσουν πως έπεσες έξω.
Έμαθες πια κι από ‘σένα τον ίδιο πως οι άνθρωποι σπάνια μένουν. Συνήθισαν να φεύγουν κι ακόμα πιο σπάνια έρχονται -δειλά και διστακτικά, με τις βαλίτσες τους πάντα έτοιμες δίπλα στην εξώπορτα. Δεν προλαβαίνουν να ξεπακετάρουν φόβους, σκέψεις, επιθυμίες -για αισθήματα ούτε λόγος, αυτά είναι βαθιά χωσμένα και με κωδικό ασφαλείας.
Κάνεις χώρο –στις σκέψεις σου, στην αγκαλιά σου, στο κρεβάτι σου–, ανοίγεις μία θέση στη ζωή και στο μυαλό σου, μα εκείνοι δε σου χαρίζουν ούτε εκατοστό απ’ τη δική τους. Ακόμα κι αν δεχθείς να στριμωχτείς, θα πιαστείς, θα πονέσουν τα κόκκαλά σου, θα τσαλακωθούν οι ελπίδες σου, θα αναγκαστείς κι εσύ, κάποια στιγμή, να φύγεις.
Και σχεδόν πάντα καταλήγεις μόνος να αναρωτιέσαι πού πήγαν όλες αυτές οι υποσχέσεις, τι απέγιναν εκείνα τα βλέμματα και τι να σήμαιναν άραγε εκείνες οι αγκαλιές και τα φιλιά. Κι είσαι τυχερός αν απλώς πρόλαβες να μείνεις με την απορία κι όχι με το παράπονο.
Γιατί είναι κι άλλες φορές που άκουσες όμορφα λόγια που δεν είχαν ποτέ την πρόθεση να γίνουν αντίστοιχες όμορφες πράξεις. Σου είπαν «Ό,τι χρειαστείς, θα ‘μαι εδώ» μα πριν προλάβεις να τους ψάξεις είχαν ήδη γίνει καπνός. Καπνός τα λόγια, φωτιά στις προσδοκίες, κάρβουνο τα συναισθήματα.
«Δε θα σε πληγώσω», «Δε θα φύγω», «Ό,τι κι αν γίνει, θα ‘χεις εμένα». Πόσο αστεία σου ακούγονται πλέον όλα αυτά; Έπαψες να τα πιστεύεις, πάψανε και να σε αγγίζουν. Κι εκείνες οι αγκαλιές που τα συνόδευαν, καρφιά σου μοιάζουν πια -βλέπεις, κι οι αγκαλιές πονάνε, αν δεν τις εννοείς.
Μα στην τελική κάθε φορά που έφευγαν όλοι, εσύ δεν ήσουν μόνος. Κάποιος έμενε πίσω, να σου σκουπίζει τα δάκρυα, να σου χαϊδεύει τα τραύματα, να μη σε αφήνει να μισήσεις, να σου θυμίζει να αγαπάς τους ανθρώπους και να πιστεύεις σ’ αυτούς. Έμενες πάντα εσύ, εαυτέ μου. Το μοναδικό μου στήριγμα. Ο μόνος που δε μου είπε ψέματα, που δε με πρόδωσε, που δεν πλήγωσε, που δεν τα παράτησε.
Ό,τι κι αν χρειαστώ θα ‘μαι εγώ εδώ και, ναι, αυτό αρκεί. Πάντα αρκούσε. Τα καταφέραμε, εαυτέ μου, ως τώρα, θα τα καταφέρουμε μέχρι τέλους. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δε συμπαθήσαμε τους σωτήρες κι οι μπέρτες μας την έδιναν κάπως στα νεύρα με την τόσο φιγουρατζίδικη διάθεσή τους.
Η μόνη δύναμη που χρειάζεσαι είναι αυτή που έχεις μέσα σου. Με δανεικά δεκανίκια κανείς δεν προχώρησε κι αν ακόμα έκανε βήματα, σίγουρα δεν έφτασε εκεί που ήθελε. Ψάξε μέσα σου να βρεις όσα θες, όσα ζητάς, όσα αγαπάς κι όσα σου λείπουν∙ εκεί αρχίζει και τελειώνει το παζλ. Αν δε θες να πέσεις, να στηρίζεσαι στον εαυτό σου. Όλοι οι άλλοι, θα φύγουν. Κι αν δε φύγουν, έχουν να κουβαλήσουν τους δικούς τους φόβους.
Να αγαπάς, να μην πάψεις να πιστεύεις στους ανθρώπους, μα πάνω από όλα να μη φοβάσαι, να μη σταματάς. Κανέναν δεν έχεις ανάγκη, απλά τους θες στη ζωή σου, όχι γιατί τους χρειάζεσαι, αλλά γιατί τους αγαπάς.
Να μην ξεχάσω να πληρώσω το νερό, να μην ξεχάσω να με αγαπάω! Υπόσχομαι να πάω τον σκύλο βόλτα μόλις γυρίσω σπίτι, υπόσχομαι να με προσέχω.