Κάτι παθαίνουμε οι άνθρωποι με τα όρια κι αντί να τα βρούμε κάπου στη μέση, τεντώνουμε τις άκρες. Ή θα κλειδώνουμε καγκελόπορτες και θα υψώνουμε ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα μη μας πλησιάσει κανείς ή θα αφήνουμε τις καρδιές ξέφραγα αμπέλια, να μπαίνει όποιος θέλει, να παίρνει ό,τι θέλει.

Κι αφού δοκιμάσαμε να υψώσουμε τείχη και καταλήξαμε μόνοι, πήραμε μια μέρα τη βαριοπούλα και τα ισοπεδώσαμε όλα κι ούτε σκεφτήκαμε να βάλουμε ένα πορτέλι κι ένα κλειδάκι, έτσι για ασφάλεια. Πιστέψαμε σε έρωτες ρομαντικούς κι απόλυτους κι αποφασίσαμε να τα δώσουμε όλα -αδιαφορώντας τι θα γίνει αν τελικά καταλήξουμε στο τίποτα.

Τρέμουμε μη χάσουμε ανθρώπους απ’ τη ζωή μας και δεν αναρωτηθήκαμε μία φορά αν φοβάται κάποιος μη χάσει εμάς. Τρέχουμε διαρκώς πίσω τους, να τους προλάβουμε, να μη μας φύγουν και ξεχνάμε πως κάπου-κάπου πρέπει κι εμείς να σταματάμε, να ρίχνουμε μια ματιά πίσω μας να δούμε ποιος έμεινε εκεί για εμάς -αν έμεινε κάποιος, δηλαδή.

Κάπως μπερδευτήκαμε και ξεχάσαμε πως δε χρειαζόμαστε κανέναν άλλον ούτε θα έπρεπε να ψάχνουμε εκείνο το περιβόητο «άλλο μας μισό», που μας  σερβίρουν αιώνες τώρα ως επιτακτική ανάγκη. Ολόκληροι γεννηθήκαμε όλοι και μια χαρά αρτιμελείς είμαστε. Περίφημα τα καταφέρνουμε και μόνοι, και να επιβιώσουμε και να μεγαλουργήσουμε μπορούμε, απλά τη θέλουμε μια συντροφιά. Επιθυμία είναι, όχι ανάγκη. Και στις επιθυμίες δε θα ‘πρεπε να κάνουμε εκπτώσεις.

Γι’ αυτό να φεύγεις αν βλέπεις πως περισσεύεις ή δε χωράς. Να τους αφήνεις αν δεν κάνουν κάτι να σε κρατήσουν. Να διώχνεις ανθρώπους απ’ τη ζωή σου αν δεν είσαι σίγουρος για την αγάπη τους ή αν έστω δε σε κάνουν να χαμογελάς. Να μη φοβάσαι να χάσεις εκείνους, αλλά εσένα. Γιατί όσοι κι αν φύγουν, άλλοι τόσοι θα έρθουν. Σε δύο λεπτά μπορεί να ερωτευτεί ο άνθρωπος και σε ανάλογο χρόνο θα έπρεπε να αποφασίζει να κρατήσει μακριά όσους του ρουφάνε την ενέργεια και του μαυρίζουν την ψυχή. Γιατί ουδείς αναντικατάστατος, αρκεί να θέλεις να τον αντικαταστήσεις.

Γιατί, στην πραγματικότητα, δε θα ‘πρεπε να μας αφορά τίποτα που να μην είναι αμοιβαίο, απόλυτο κι αληθινό. Δε μας αγγίζουν τα «περίπου» και τα «σχεδόν» και δε μας ενοχλεί καθόλου να ξαπλώνουμε μόνοι τις νύχτες στο διπλό κρεβάτι -χίλιες φορές καλύτερη η άπλα μας από δανεικές παρουσίες που θα μας στερούν τον ύπνο.

Γιατί το «ουδείς αναντικατάστατος» για κάποιον λόγο έχει επιβιώσει τόσα χρόνια ως αξίωμα. Κι αν και σε καμία περίπτωση δε σημαίνει πως ο οποιοσδήποτε μπορεί να αντικαταστήσει οποιονδήποτε, σίγουρα δε θα ‘ναι τόσο δύσκολο να βρούμε κάποιον να μοιραστούμε όσα έχουμε να προσφέρουμε -με την ελπίδα αυτός να τα εκτιμήσει.

Κι αν αργήσουμε να τον βρούμε –γιατί η εποχή έχει την τάση να εξαφανίζει τους συναισθηματικούς δότες– έχουμε πάντα  εύκαιρο τον εαυτό μας, που δεν ξεπουλήσαμε όσο-όσο, απλώς για να μη μείνει μόνος.

Γιατί έτσι μοναδικούς κι εξαίρετους τους πλάσαμε εμείς. Βλέπεις, η αγάπη είναι παραμορφωτικός φακός, σου βάζει τα καλύτερα φίλτρα, σου πετάει και δυο χρυσόσκονες και βλέπεις τον άλλον κάτι παραπάνω από τέλειο, μέχρι να στον σπάσουν και να δεις την αλήθεια.

Και δεν είναι ανάγκη να φταίνε απαραίτητα οι άλλοι, γιατί το «ποτέ» και το «για πάντα» δεν υπάρχουν. Κι οι άνθρωποι που πίστεψες για συνοδοιπόρους, μπορεί να ήταν απλοί περαστικοί ή να μην ήταν οι συνθήκες κατάλληλες για να μείνουν. Αυτό, όμως, δε σημαίνει πως το κενό που άφησαν πίσω τους, δε θα καλυφθεί ποτέ ξανά.

Οι ανθρώπινες σχέσεις θα μοιάζουν πάντα με διαδρόμους αεροδρομίων∙ συνεχείς αναχωρήσεις, μα κι αφίξεις. Κι ακόμα κι αν κανένας επόμενος προορισμός δε μοιάζει με κανέναν προηγούμενο, το ωραιότερο ταξίδι θα είναι πάντα αυτό που δεν κάναμε ακόμα.

 

Συντάκτης: Πωλίνα Πανέρη