Σου λείπει. Δε χρειάστηκε καν να ρωτήσεις ποιος. Ξέρεις. Σου λείπει, μα και τι έγινε; Πάντα κάτι θα λείπει. Απ’ τη στιγμή που αγαπήσαμε, συνηθίσαμε να μην είμαστε σχεδόν ποτέ ολόκληροι.
Σου λείπει. Πάνε τέσσερις μέρες που ‘χεις να τον δεις και σου φαίνονται χρόνια, πάνε τέσσερις μήνες και σου φαίνονται αιώνας, πάνε τέσσερα χρόνια -κι εκεί, φίλε μου, ούτε που θέλω να φανταστώ πώς νιώθεις. Πώς την πάλεψες τόσο καιρό με αυτό το κενό, μαγκιά σου ή και μαλακία σου, ποιος ξέρει;
Σου λείπει και στο φωνάζει το σώμα σου. Αυτός ο κόμπος ψηλά στο στομάχι σου που δε λέει με τίποτα να λυθεί, η θηλιά στο λαιμό σου που όλο σε σφίγγει, η ανάσα σου που βαραίνει συνεχώς, η κούραση, η εξάντληση. Δεν έχει όρεξη να φας, πίνεις με το ζόρι, αφυδατώθηκες συναισθηματικά και το μαρτυράει κι η σάρκα σου. Όλα ψυχοσωματικά σου βγαίνουν, έτσι όσο και να θέλεις, δεν μπορείς να σου κρυφτείς. Σε προδίδει το ίδιο σου το κορμί.
Σου λείπει και για να μην παραδοθείς λειψός προσπαθείς να σε γεμίσεις όπως-όπως. Θα σε ποτίσεις με φτηνό αλκοόλ, θα σε ζαλίσεις με καπνούς που θα σου χαρίσουν μια έστω στιγμιαία ψευδαίσθηση ελευθερίας. Θα ξεχειλίσεις τα τασάκια με αποτσίγαρα με την ελπίδα να μπορούσες να κάψεις και τις αναμνήσεις σου εκεί.
Εκείνες κάνουν όλη τη σκληρή δουλειά, αυτές φταίνε που πονάς. Οι άσχημες στιγμές, μόνο στη θύμησή τους, ανοίγουν ξανά τις πληγές κι οι όμορφες σε χτυπάνε στην ιδέα πως δε θα τις ξαναζήσεις. Αν δε θυμόσουν, αν μπορούσες να τα ξεχάσεις όλα; Ναι, μια αμνησία χρειάζεσαι κι αφού το να χτυπήσεις το κεφάλι σου στον τοίχο στην καλύτερη κάνα καρούμπαλο να σου χαρίσει, γεμίζεις πάλι το ποτήρι σου.
Μα κανείς ποτέ δεν κατάφερε να ξεχάσει με οινοπνεύματα, μόνο την αλήθεια σου ξεσκάλισε κι αυτή σε πόνεσε κατιτίς παραπάνω. Λένε πως η βότκα καθαρίζει τους λεκέδες, έτσι έσβησε και τους δικούς σου και βλέπεις πια την επιφάνεια ολοκάθαρη, με όλες τις ευθύνες και τα λάθη σου να αστράφτουν.
Σου λείπει και το προδίδουν τα μάτια σου που γυαλίζουν κάθε φορά που κάπου θα ακουστεί τυχαία το όνομά του. Κάθε φορά που τα χάνεις όταν κάποια φιγούρα στο δρόμο φοράει το ίδιο άρωμα, το ίδιο πουκάμισο ή την ίδια τσάντα, κάθε φορά που εύχεσαι να μην είχες κάνει λάθος, να μην ήταν ένας περαστικός αλλά εκείνος, μα δεν είναι.
Δεν είναι πια στη ζωή σου κι όσο κι αν τον θες πίσω, δε θα το παραδεχτείς -ίσως μόνο στον εαυτό σου, αργά τη νύχτα όταν οι αϋπνίες θα εκβιάζουν την ειλικρίνειά σου. Σου λείπει πολύ κι, όμως όπως φαίνεται, ούτε αυτό δεν είναι αρκετό για να κάνεις κάτι.
Ούτε σήμερα θα χτυπήσεις το κουδούνι, δε θα πληκτρολογήσεις τον αριθμό του, δε θα σηκώσεις το ακουστικό ούτε θα στείλεις εκείνο το μήνυμα. Δεν είσαι εγωιστής, είσαι αξιοπρεπής -ναι, έτσι ακούγεται πολύ καλύτερα και σου χαρίζει και μια κάποια ανωτερότητα. Δεν είσαι μόνος, είσαι επιλεκτικός. Δεν είσαι δειλός, είσαι περήφανος.
Μεγαλώσαμε κι ακόμα μας επιτρέπουμε να χάνουμε έτσι εύκολα ανθρώπους απ’ τη ζωή μας, κι όλα αυτά γιατί είμαστε τόσο μικροί ώστε να βάζουμε τους γαμωεγωισμούς μας, το όνομά μας και την πάρτη μας πάνω απ’ όλα. «Αν του έλειπες, θα έστελνε εκείνος, αν σε ήθελε, θα ήταν τώρα εδώ». Βολική η πλύση εγκεφάλου, ρίχνει και την ευθύνη μακριά. Δε σου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό πως ίσως να σκέφτεται το ίδιο; Μπα, μωρέ, κάποιος πρέπει να είναι ο θύτης, αφού εμείς είμαστε τα θύματα.
Σου λείπει. Κι ίσως να λείπεις κι εσύ σε ‘κείνον τον πολύτιμο «κάποιον» σου, περισσότερο από όσο φαντάζεσαι. Ίσως τα λειψά να μπορούσαν να γίνουν και πάλι ολόκληρα. Ίσως οι σιωπές να έπρεπε να πνίγουν κάποιους άλλους, φοβισμένους να παραδεχτούν τα συναισθήματά τους. Μα δε θα το μάθεις ούτε σήμερα.
Θα μείνεις σιωπηλός στο κρεβάτι σου, ή φλύαρος σε κάποιο μπαρ, θα συμφιλιωθείς με το κενό μέσα σου, ενώ ήσουν μόλις δύο λέξεις μακριά απ’ το να το εξαφανίσεις -κι αν όχι αυτό, τουλάχιστον όλα τα «αν». Βλέπεις, κι η σιωπή, απάντηση είναι -κι ακόμη κι η ενδεχόμενη απόρριψη είναι χίλιες φορές καλύτερη απ’ την αμφιβολία.
«Μου λείπεις». Διαβάστηκε. Ο χρήστης πληκτρολογεί…