Υπάρχουν πολλές κουκίδες πάνω στον χάρτη που θα αγαπήσεις –σε άλλες θα κάνεις όνειρα, αλλού θα ηρεμούν οι σκέψεις σου και σε άλλες θα βρουν καταφύγιο οι φόβοι σου– υπάρχει όμως μόνο μία που θα σε ηρεμεί και παράλληλα θα σε ξυπνάει, θα σε προκαλεί και θα σε γαληνεύει, θα σε γοητεύει ακόμα και τις στιγμές που θα απογοητεύεσαι. Υπάρχει μονάχα μία που θα ερωτευτείς.
Κι όσα κι αν γράφτηκαν ή τραγουδήθηκαν γι’ αυτήν ποτέ δε θα ‘ναι αρκετά να περιγράψουν τη μαγεία της. Οι λέξεις φτωχές κι οι μελωδίες χλιαρές για να εξηγήσουν όσα αισθήματα σου γεννά αυτή η πόλη. Κι από όσα κι αν έχουν πει γι’ αυτήν, μία λέξη τη χαρακτηρίζει καλύτερα από όλες∙ πόλη «ερωτική».
Σαν να ψέκασε κάποιος με χρυσόσκονη την ατμόσφαιρα, σαν να ανήκει σε σκηνικό παραμυθιού. Κι αν όλα τα παραμύθια έχουν έναν πύργο, εκείνη έχει έναν μπαμπάτσικο Λευκό και Κάστρα, φυσικά.
Μία Άνω Πόλη που σε γυρίζει σε άλλες εποχές και μία θέα που αν δε σου κόψει την ανάσα, θα σε κρατήσει για ώρες συντροφιά της. Εκεί θα καταλάβεις πόσο σχετικός είναι ο χρόνος –ειδικά αν είσαι σφηνωμένος σε μία αγκαλιά.
Κι αν λένε πως όλα τα κάνουμε χαλαρά, εδώ αισθανόμαστε έντονα. Παίρνουμε τον έρωτα στα σοβαρά και βαφτίζουμε την καψούρα μας με ξενύχτια σε κολυμπήθρες ρετσίνας και κρασιού. Γιατί όσο κι αν αξίζει να ερωτευτείς, αξίζει πάντα διπλά να το ζήσεις στη Θεσσαλονίκη.
Να κατηφορίζετε την πλατεία Αριστοτέλους και να συνεχίζετε στη Λεωφόρο Νίκης –με ενδιάμεσες στάσεις για ξαφνικά φιλιά στα στενάκια της Μητροπόλεως. Ύστερα να περπατάτε στη Νέα Παραλία με δάχτυλα μπλεγμένα και βήμα συγχρονισμένο και να μη χορταίνει το μάτι απ’ την τόση ομορφιά.
Να μοιραστείτε ένα καλαμπόκι και να γελάτε με τα λερωμένα δόντια σας. Να κρατάς ένα κουτάκι μπίρα και τον άνθρωπό σου λίγο πιο κάτω απ’ τις Ομπρέλες και να ξέρεις πως εκείνη τη στιγμή είστε οι πιο πλούσιοι στον πλανήτη.
Να κλείνετε τα μάτια σας σε κάθε φιλί και να παίρνετε μια τζούρα Θερμαϊκού, να χαζεύετε τον ήλιο που σιγά-σιγά γίνεται ένα με τη θάλασσα και να σε τσιμπάς για να πιστέψεις πως δε ζεις όνειρο -γιατί το σκηνικό συχνά θα ξεπερνάει την πραγματικότητα.
Στο γυρισμό να κάνετε χάζι τις παρέες που αράζουν στον Λευκό Πύργο, τα καραβάκια που φεύγουν για βόλτα κι αν δεν μπείτε μέσα σε κάποιο για ρομάντζο κι αγκαλιές εν πλω, να ανεβείτε προς Ναυαρίνου και να συναντήσετε γνωστούς στην Αψίδα του Γαλέριου, που για σένα θα είναι πάντα η Καμάρα και θα κλείνεις εκεί όλα σου τα ραντεβού.
Να στριμωχτείτε στο αστικό για την επιστροφή στο σπίτι και να μη σας ενοχλεί, γιατί βρίσκετε ευκαιρία να κολλάτε ο ένας πάνω στον άλλον.
Κι αύριο πάλι να γυρνάτε στους ίδιους δρόμους, να πιείτε καφέ στην Προξένου Κορομηλά, στη Μητροπόλεως ή στην Παραλία, αν θέλετε να νιώσετε κοσμοπολίτες. Να πάρετε κοκτέιλ στο χέρι απ’ την Ικτίνου και να φάτε μπουγάτσα ή γύρο αναλόγως την ώρα και την όρεξη. Να μη βαριέστε ποτέ αυτή τη ρουτίνα που μόνο έτσι δεν μπορείς να τη χαρακτηρίσεις.
Γιατί στη Θεσσαλονίκη θα φας καλά, θα πιεις πολύ, θα συναντήσεις ανθρώπους παθιασμένους, θα κάνεις φιλίες ντόμπρες και θα ερωτευτείς χωρίς άμυνες. Κι όσες φορές κι αν φύγεις, πάντα εκεί θα γυρνάς. Γιατί είναι εκείνο το σημείο στο χάρτη που θα νιώθεις «σπίτι» σου κι ένα κομμάτι απ’ την καρδιά σου θα της έχει αφιερωθεί χωρίς επιστροφή.