Την προσωρινότητα στη ζωή μας πιστεύω πως πλέον την έχουμε εμπεδώσει. Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν, κεφάλαια ανοίγουν και κλείνουν κι ιστορίες ρίχνουν τίτλους τέλους πριν καλά-καλά αρχίσουν.
Οι άνθρωποι λοιπόν χωρίζουν και πάντα θα χωρίζουν, ίσως πάψουν κάποτε να ερωτεύονται –η πιο θλιβερή υπόθεση–, ποτέ όμως δε θα πάψουν να χωρίζουν. Κι όμως όσο δεδομένο κι ας είναι το τέλος, κανείς δε θέλει να βρεθεί ποτέ στην ευχάριστη αυτή θέση να το αντιμετωπίσει.
Είναι πολλά αυτά που αντιστρέφει ένας χωρισμός. Είναι οι ισορροπίες που ξαφνικά χάνονται, οι όροι που αντιστρέφονται. Ακόμη κι η ίδια μας η γλώσσα παίζει μαζί μας ύπουλα, καθώς μονάχα μια πρόθεση αρκεί για να αναιρέσει ένα ολόκληρο νόημα.
Γοητεύομαι κι απογοητεύομαι, ελπίζω κι απελπίζομαι. Το πριν και το μετά το χωρισμό φτάνει πάντοτε μονάχα μια πρόθεση για να το αντιστρέψει· συνήθως η πρόθεση αυτή σκοπεύει να σε πληγώσει.
Όλα αλλάζουν ύστερα από ένα χωρισμό. Κάθε δεδομένο καταρρέει κι όλα πρέπει να χτιστούν απ’ την αρχή. Όσο πιο εξαρτητική ήταν η σχέση, τόσο πιο απαιτητικός κι ο δρόμος που πρέπει να διανύσεις. Ίσως χρειαστεί να βρεις καινούργιο σπίτι, νέους φίλους, νέους στόχους κι όνειρα -αν είχες την κακή συνήθεια να ονειρεύεσαι σε πληθυντικό αριθμό.
Πιο έντονα από καθετί όμως αλλάζουν οι ίδιοι οι άνθρωποι. Τα πιο βαθιά «σ’ αγαπώ» μεταλλάσσονται γρήγορα σε ρηχά και σκληρά «σε μισώ». Πού πάνε άραγε όλα αυτά τα «σ’ αγαπώ» κι οι υποσχέσεις; Πώς τα «θα είμαι εκεί να σε προσέχω» γίνονται μοχθηρά «θα το πληρώσεις».
Λόγια εκδίκησης, ατάκες που πληγώνουν· το πρότερο τρυφερό βλέμμα στο άκουσμα του χωρισμού, στάζει αίμα. Σαν να υπάρχει κάποιο στοίχημα που θα κερδίσει όποιος καταφέρει να διαλύσει πρώτος τον αντίπαλο.
Εδώ επιτρέπεται κάθε χτύπημα κάτω απ’ τη ζώνη, επιβάλλεται να θυμηθείς όσο είχες κάνεις για αυτόν κι ας διατυμπάνιζες μέχρι πρότινος την ανιδιοτέλειά σου. Θυμάσαι όσα συγχώρεσες και πασχίζεις να ξεθάψεις κάθε μικρό ή μεγάλο του λάθος που υποσχόσουν πως έχεις διαγράψει· ίσα-ίσα το είχες καλύψει και περίμενες την κατάλληλη στιγμή να το ξετρυπώσεις.
Θα τονίσεις πολλές φορές πως σαν κι εσένα δε θα ξαναβρεί -κι ας είναι αυτός ο σκοπός του. Θα ανταλλάξεις κουβέντες μελιστάλακτες και θα ευχηθείς πανηγυρικά και πολιτισμένα ό,τι χειρότερο από εδώ και πέρα.
Θα σπεύσεις να μετανιώσεις για όσο ήσασταν μαζί και να δηλώσεις πως δεν άξιζε. Θα κηρύξεις πόλεμο καθώς απ’ τη στιγμή που δεν είστε πια μαζί και φίλοι δε μοιάζει και πολύ εφικτό να γίνετε, είστε πια εχθροί.
Είναι πράγματι η μεγαλύτερη ειρωνεία να αναλογιστείς τα λόγια των ανθρώπων πριν και μετά το χωρισμό. Άτομα που υπόσχονταν πως θέλουν το καλύτερό σου, που έλεγαν το «σ’ αγαπώ» κοιτώντας σε στα μάτια, που έτρεμαν μην πάθεις τίποτα και σε αποκαλούσαν με κάθε γλυκό χαρακτηρισμό από «αγάπη», «έρωτα» ως και «ζωή μου» είναι οι ίδιοι που παρακαλούν να υποφέρεις από εδώ και πέρα, που εύχονται κάθε στραβοπάτημα και κακή τύχη και φυσικά να μη βρεθεί ποτέ ξανά κάποιος δίπλα σου.
Ζητούν τη δυστυχία σου ευχόμενοι να νοσταλγήσεις τη δική σας ευτυχία. Κάποιοι μάλιστα περιμένουν την επιστροφή σου μόνο και μόνο για να πάρουν τη χαρά της απόρριψης που όσο γίνεται ψυχρότερα, θα σου προσφέρουν.
Αγαπούν άραγε οι άνθρωποι ποτέ αληθινά ή θέλουν μονάχα κάποιον δίπλα τους όσο ζουν τρέφοντας καθημερινά το μεγάλο «εγώ» τους; Πληγώνονται κι ύστερα πληγώνουν ή είναι απλώς ο τρόπος τους για να μην πληγωθούν;
Ποτέ μου δεν κατάλαβα πως η αγάπη μπορεί να μετατραπεί σε κακία κι όποτε το συναντώ, μάλλον θα αμφιβάλλω για την αγάπη τους.
Οι άνθρωποι αλλάζουν τελικά κι όσο κι αν δεν το παραδέχονται, σπάνια μπορούν να αγαπήσουν κάποιον περισσότερο απ’ τον εαυτό τους. Ή ίσως και να μην αλλάζουν αλλά να κρατούν για το τέλος τα πιο σκοτεινά μα κι αληθινά κομμάτια τους.
Όσο για εμένα, θα ελπίζω πάντα σε εκείνους τους λίγους, τους ρομαντικούς που ακόμα κι αν χρειαστεί να αλλάξουν δρόμο πάντα θα εκτιμούν το συνοδοιπόρο τους κι ως ένα κομμάτι τους εαυτού τους πάντοτε σιωπηλά και δυνατά θα εύχονται για εκείνον το καλύτερο.