Τι νόημα θα είχε ο ήλιος, αν δεν τον έκρυβε το φεγγάρι; Πόσο φωτεινό θα έμοιαζε το λευκό, αν δεν υπήρχε το μαύρο; Πώς θα καταλαβαίναμε το γλυκό αν δε δοκιμάζαμε το πικρό; Σωστό και λάθος, καλό και κακό, όμορφο κι άσχημο -παντού αντιθέσεις και πάντα υποκειμενικές.
Στα αλήθεια, όμως, πώς να εκτιμήσεις το μαζί αν δε δοκιμάσεις το χώρια; Η παρουσία πρέπει να γίνει απουσία για να αντιληφθεί κανείς την αξία της. Έτσι λειτουργεί η πραγματικότητα, έτσι μαθαίνει ο άνθρωπος, με τον δύσκολο τρόπο. Θέλει την απογοήτευση για να γοητευτεί, θέλει το κενό για να αγκαλιάσει την ύπαρξη, χρειάζεται την πληγή να γίνει πάθημα για να πάρει επιτέλους το μάθημα.
Για κάποιους αχαριστία, για άλλους ειλικρίνεια, ένα όμως έχει αποδείξει ο χρόνος∙ πρέπει να χάσεις κάτι για να το εκτιμήσεις -τα δεδομένα, βλέπεις, χορταίνουν εύκολα την όρεξη. Κι ευτυχώς δεν είναι ανάγκη να χάσεις κάτι οριστικά κι αμετάκλητα για να συνειδητοποιήσεις πόσο πολύ το θες, μπορεί απλώς να το στερηθείς για λίγο.
Βασιλιάς του παιχνιδιού ανάμεσα στις παρουσίες και τις απουσίες ο έρωτας. Θέλει τον χρόνο του, θέλει το χώρο του, χρειάζεται την απόσταση για να εκτιμήσει την επαφή. Κι αυτός ο φόβος της απώλειας, τον κάνει στ’ αλήθεια τόσο κινηματογραφικό.
Κανένας μεγάλος έρωτας δε χαράχτηκε από ανθρώπους που δε χώρισαν ποτέ, από γλυκανάλατες ιστορίες ζευγαριών που έζησαν μια ήρεμη συνύπαρξη χωρίς εντάσεις κι αντίο. Μαζοχιστής ο έρωτας, σαδιστές οι άνθρωποι σε αυτόν, γουστάρουν το δράμα, απολαμβάνουν τους καβγάδες, προκαλούν τα «αντίο». Τραβάνε τις καταστάσεις στα άκρα για να επιβεβαιωθούν και κάθε φορά το χαίρονται το ίδιο -κι ας μην ήταν λίγες εκείνες οι φορές που διαψεύστηκαν.
Σαν τη σοκολατόπιτα που λατρεύεις, ξέρεις όμως πως αν την τρως κάθε μέρα, δε θα αργήσει η ώρα που θα τη σιχαθείς, έτσι κι οι άνθρωποι, πρέπει να σου λείψουν για να μην τους βαρεθείς. Κι αν πάλι φύγουν, μα δε σου λείψουν, δεν έχεις πια καμία αμφιβολία αν βάφτιζες την ανασφάλεια έρωτα.
Στην απουσία να μετράς την αξία της παρουσίας, σε αυτά τα «εκεί» που θα ‘θελες όσο τίποτα να ‘ταν «εδώ». Στα «αντίο» που περιμένεις πώς και πώς να γίνουν «έλα» ή «ήρθα». Στους αποχωρισμούς το συναίσθημα βγάζει τη μάσκα του, ο εγωισμός καταχωνιάζεται στη βαλίτσα κι ο έρωτας χαμογελά.
Οι αγκαλιές κλειδώθηκαν καλύτερα από ποτέ, τα χείλη κούμπωσαν και τα σώματα δέθηκαν με μια υπέροχη ισορροπία. Σε λιμάνια, τρένα, ΚΤΕΛ κι αεροδρόμια, εκεί που ο άνθρωπός σου δε μοιάζει πια δεδομένος, εκεί που τα χιλιόμετρα απειλούν να στον στερήσουν, εκεί που ο φόβος της απώλειας σε καίει ολόκληρο, τότε συνειδητοποιείς πόσο σημαντική είναι η παρουσία, όταν παραμονεύει η απουσία.
Τα πιο παθιασμένα φιλιά δε δόθηκαν σε εκκλησίες και δημαρχεία, σε στημένες γιορτές του έρωτα, γάμους και κοινωνικές εκδηλώσεις. Οι πιο βαθιές ανάσες ανταλλάχθηκαν σε προβλήτες, ράγες κι αίθουσες αναμονής. Εκεί που η παραμικρή απομάκρυνση αναστατώνει τους παλμούς και μεταφράζει τον αποχωρισμό σε οδυνηρή απώλεια.
Όταν χάνεις κάτι που αγαπάς πολύ, εκείνη είναι η στιγμή που το διεκδικείς απόλυτα κι ακραία. Τότε θα φωνάξεις «Μη φύγεις», θα ξεσπάσεις σε κλάματα, θα δειλιάσεις να κάνεις το επόμενο βήμα και θα φυλακίσεις όλο σου το συναίσθημα σε δύο κολλημένες ανάσες.
Γιατί τα φιλιά του αποχωρισμού είναι υπόσχεση. Υπόσχεση επιστροφής ή παντοτινής θύμησης. Είναι όλες εκείνες οι λέξεις που ποτέ δεν τόλμησες να πεις κι όλοι οι φόβοι που ο εγωισμός σου δε σου επέτρεπε να παραδεχτείς. Γιατί τα πιο δυνατά φιλιά είναι αυτά που επιμένουν «Μείνε» ή στο καλό σενάριο εκείνα που γιορτάζουν «Καλώς ήρθες ξανά».