Έχουν περάσει λίγοι μήνες απ’ την τελευταία φορά που ενώσαμε τις σιωπές μας κι αφήσαμε τα χείλη μας να φλυαρούν, απ’ τον χωρισμό μας για να γίνω πιο συγκεκριμένη. Το έχω συνειδητοποιήσει κι είμαι καλά γενικά, όχι για τους άλλους, για εμένα. Δική μου, εξάλλου, ήταν η απόφαση και καθόλου δεν τη μετανιώνω.
Μόνο κάτι στιγμές όπως αυτήν που θα ήθελα επικίνδυνα πολύ να είσαι εδώ. Και καταλήγω πως δεν είναι πισωγύρισμα ούτε αδυναμία. Ή ίσως και να είναι η αδυναμία του κορμιού μου να ξεχάσει τη μυρωδιά του δικού σου. Όμως γι’ αυτό δεν είμαι υπεύθυνη εγώ.
Δεν είμαι δειλή ούτε ανίσχυρη να επιβληθώ στη λογική μου. Η λογική μου, αντιθέτως, είναι αυτή που μου επιβάλλει μια τελευταία νύχτα μαζί σου, έναν τελευταίο αποχαιρετισμό. Ένα αντίο με πάθος και συναίσθημα όπως αρμόζει στο ιστορικό μας, όχι σαν αυτό το μίζερο και φωνακλάδικο που φέραμε να μας σφυρίξει το φινάλε.
Όταν ξανασυναντηθούμε, αφού πέρασαν μήνες πια, δε θα βγάλουμε άχνα, δε θα χρειαστεί να πούμε ούτε μια λέξη, δε θα είναι, εξάλλου, αρκετές. Θα αφήσουμε τις σάρκες μας να ενωθούν· να αγαπηθούν και να μισηθούν όπως μόνο εκείνες ξέρουν. Να απαλύνουν τις πληγές και να δημιουργήσουν σημάδια νέα, τα τελευταία μας ενθύμια.
Δε θα σου πω πως μου έλειψες. Θα στο ψιθυρίσουν τα φιλιά μου στο λαιμό σου. Δε θα μου πεις πως σου λείπω. Θα το κραυγάσουν οι μελανιές στο στήθος μου, θα είναι η καλύτερη απόδειξη της δίψας και της λαχτάρας σου.
Δε θα παραδεχτούμε στιγμή πως πονάει η απουσία κι όμως θα το καταλάβουμε κι οι δύο. Θα στο πουν οι νυχιές μου στην πλάτη σου, θα μου το πει ο τρόπος που θα τραβάς δυνατά τα μαλλιά μου.
Δε θα πούμε «σ’ αγαπάω» κι όμως μόνο αγάπη θα ουρλιάζει σαν μωρό το δωμάτιο. Δε θα δώσουμε υποσχέσεις, ξέρουμε πως δε θα τις τηρήσουμε. Δε θα ακουστεί «συγγνώμη» απ’ τα χείλη κανενός κι όμως θα κάψουμε κι οι δύο τα συγχωροχάρτια μας και με την ίδια μας τη γλώσσα θα περιποιηθούμε τις πληγές που ανοίξαμε ο ένας στον άλλον. Δε θα ζητήσουμε δεύτερες ευκαιρίες, μάθαμε να στηρίζουμε ως το τέλος τις επιλογές μας.
Εμείς γίναμε πια δύο ψυχές που ξεχάσανε να αγαπούν, τα σώματά μας, όμως, θυμούνται και ξέρουν πώς να αγαπηθούν. Έχουν μνήμη κι ίσως έχουν αναπτύξει έναν μικρό εθισμό ανάμεσά τους. Γι’ αυτό σου λέω, να πάρω μια τζούρα από τη σάρκα σου, μερικές βαθιές αναπνοές απ’ τη μυρωδιά σου. Όχι το άρωμα σου, τη μυρωδιά του κορμιού σου.
Λίγες μονάχα τζούρες από ‘σένα, λίγες δικές μας στιγμές. Όχι πολλές γιατί μπορεί να συνηθίσω και δε θέλω. Ίσα να μου περάσει η στέρηση.
Μαζί σου με συνδέει αυτό το μοναδικό. Θα είμαστε δύο άγνωστοι που γνωρίζονται πολύ καλά. Θα νιώσω όση οικειότητα μου χρειάζεται κι όση απόσταση θέλει η λογική μου να μου επιβάλει.
Μια νύχτα, κουβαριασμένα σεντόνια, ιδρωμένα κορμιά, καθόλου λέξεις, μονάχα βογγητά και βαριές ανάσες. Το ημίφως, οι σκιές μας στον τοίχο. Μία αγκαλιά σφιχτή, ένα φιλί φλύαρο κι ένα αντίο. Το αντίο που μας αξίζει.