Ο Δεκέμβρης μπήκε, ο πολυπόθητος αυτός και πολυαγαπημένος μήνας μικρών και μεγάλων, είναι κι επίσημα πλέον εδώ. Τον περίμενες όλο το χρόνο κι όταν επιτέλους έρθει, παρακαλάς να μην τελειώσει.
Τον αγαπάς το Δεκέμβρη· με τα φωτάκια του, τις χριστουγεννιάτικες μελωδίες, τις γλυκές μυρωδιές, τις παιδικές ταινίες, τα παραμύθια, τις οικογενειακές συγκεντρώσεις, πώς γίνεται εξάλλου να μην τον αγαπάς;
Αν με ρωτήσεις, ναι ο έρωτας έχει μήνα. Μη βιαστείς να βγάλεις συμπέρασμα, δεν εννοώ το Φλεβάρη. Ο μήνας του έρωτα είναι ο Δεκέμβρης, σα να ψέκασε κάποιος με ερωτισμό και πάθος την ατμόσφαιρα. Σα να συνωμότησαν ξωτικά, νεράιδες και καλικατζαράκια να μας αποδείξουν πως ο έρωτας υπάρχει.
Αυτό πίστευε κι η Ιφιγένεια, που συνάντησα σήμερα μετά από καιρό για έναν καφέ στο κέντρο.
Αφορμή για να αρχίσει η κουβέντα να περιστρέφεται γύρω από χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις, στάθηκε η διακόσμηση του μαγαζιού κι οι ιδιαίτερες μουσικές επιλογές με άρωμα Χριστουγέννων. Όχι πως χρειαζόμασταν και λόγο. Όλο το χρόνο περιμέναμε για να μπορούμε να τις αναπολούμε φωναχτά, τώρα που μπήκε ο μήνας τους δεν κρατιόμασταν ούτε λεπτό κι ας μόλις μπήκε.
Μιλήσαμε για οικογενειακές ιστορίες, ταξίδια, αστεία και παράξενα, μαγειρικά πειράματα· καμιά μας δεν είναι ιδιαίτερα επιδέξια κι αυτό ήταν από μόνο του αιτία για γέλια. Ήξερα όμως πως δεν αργούσε η στιγμή που θα αναπολούσε εκείνα τα Χριστούγεννα με τον Φίλιππο· κι ας είχαν περάσει τέσσερα χρόνια.
Φυσικά δεν ήταν η πρώτη φορά πού θα άκουγα αυτήν την ιστορία, αλλά κρυφά μέσα μου παρακαλούσα να την ακούσω. Η Ιφιγένεια βλέπεις δεν είναι από αυτές τις μίζερες που αφορίζουν και διαγράφουν το παρελθόν. Το αγαπάει το παρελθόν της, αγαπάει και τον Φίλιππο, κι ας μην είναι πια εδώ και καιρό μαζί. Χώρισαν σαν φίλοι και φυλάνε ο ένας για τον άλλον τις πιο τρυφερές αναμνήσεις. Κι όσον αφορά την Ιφιγένεια καθόλου αδικαιολόγητη δεν είναι αυτή της η αδυναμία.
«Δε θα ξεχάσω ποτέ τα Χριστούγεννα του 2010, τότε που ήμουν με τον Φίλιππο. Τον θυμάσαι έτσι;»
Χαμογελάω και περιμένω με προσήλωση να ακούσω πάλι την ιστορία της, δε θα τη βαρεθώ ποτέ σκέφτομαι.
«Ήμουν στο δεύτερο έτος τότε, είχα επιστρέψει για διακοπές στη Χίο, στους δικούς μου κι εκείνος έμενε Θεσσαλονίκη. Δούλευε τότε σ’ ένα μαγαζί. Έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε. Μόλις είχε ξεκινήσει, εκεί θα περνούσε παραμονή κι ανήμερα Χριστουγέννων, παίζοντας. Την ήθελε πολύ αυτή τη δουλειά. Τα λεφτά ήταν καλά μα πάνω απ’ όλα έκανε αυτό που γούσταρε. Τότε λοιπόν του ζήτησα να χωρίσουμε, δεν την παλεύαμε ποτέ με την απόσταση.
Δεν ήταν όμως αυτός ο λόγος. Δεν είχα ακούσει ποτέ όσα ήθελα απ’ αυτόν, δεν ήξεραν καν αν μ’ αγαπούσε. Δεν έδινε ή μάλλον δεν έδειχνε. Όχι όσα ήθελα εγώ τουλάχιστον. Δεν απαντούσα σε καμία κλήση του, κανένα μήνυμα. Κανένα σημάδι ζωής απ’ την μεριά μου. Το κινητό δε σταματούσε να χτυπάει. Εγώ πάλι ντίβα τότε και μάλιστα παρμένη, απάντηση καμία. Ένα μήνυμα είχα στείλει μόνο «Τέλος. Χωρίσαμε.» Κάποια στιγμή όμως τα τηλέφωνα σταμάτησαν να χτυπάνε κι εμένα άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια, ο εγωισμός μου βέβαια δε λύγισε».
«Την καρέκλα τη χρειάζεστε;» Μας διακόπτει η διπλανή ενώ το ενδιαφέρον έχει κορυφωθεί. «Και; Τι έγινε; Συνέχισε ρε Ιφιγένεια».
«Μετά από πολλές ώρες σιωπής, το κινητό μου χτύπησε πάλι. Ένα νέο μήνυμα από ‘κείνον. «Βγες έξω». Σάστισα, πάγωσα, σκέφτηκα πως προοριζόταν για αλλού. Τράβηξα διστακτικά την κουρτίνα και κοίταξα απ’ το παράθυρο. Ευχόμουν να ‘ταν στα αλήθεια αυτό που υποψιαζόμουν κι ας ήταν τόσο τρελό. Ήταν εκεί. Είχε έρθει για μένα. Παράτησε τη δουλειά που τόσο καιρό κυνηγούσε, ταξίδεψε τη μέρα των Χριστουγέννων, πέρασε τόσες ώρες σε τραίνο και πλοίο, ρώτησε κι έμαθε το σπίτι μου κι ήταν εκεί για μένα με μια αγκαλιά κόκκινα τριαντάφυλλα. «Σ΄ αγαπάω στριμμένη». Δεν το είχε ξαναπεί, ήταν η πρώτη φορά που τ’ άκουσα απ’ τα χείλη του. Και να μην το λέγε όμως, το έβλεπα, το ένιωσα.
Όταν σ’ αγαπάνε το νιώθεις, λένε. Ισχύει. Περάσαμε μαζί τα πιο μαγευτικά Χριστούγεννα. Σαν να πρωταγωνιστούσαμε σε κάποια κομεντί, όμως ήταν αλήθεια. Είναι μια απ’ αυτές τις στιγμές που η πραγματικότητα γίνεται ομορφότερη κι από ένα όνειρο. Πώς μπορώ λοιπόν να τον ξεχάσω, πώς γίνεται να μην τα θεωρώ τα ομορφότερα Χριστούγεννα της ζωής μου; Μπορείς να τα ξεχάσεις όλα αυτά;»
Μετά από βαθύ αναστεναγμό και μικρή δόση ζήλειας τη ρώτησα γι’ άλλη μια φορά «Γιατί χωρίσατε ρε Ιφιγένεια;»
«Γιατί τίποτα δεν κρατάει για πάντα». Με αποστομώνει ως οπαδός του ρεαλισμού».
Πέρασαν ώρες κι εγώ συνεχίζω να σκέφτομαι την Ιφιγένεια και το Φίλιππο. Υπάρχει ομορφότερο δώρο για αυτούς που αγαπάμε απ’ το να τους αφιερώνουμε χρόνο και στιγμές; Απ’ το να τολμάμε, να ρισκάρουμε και να τους δείχνουμε πόσο ξεχωριστοί είναι για μας; Απ’ το να τους κάνουμε να νιώθουν μοναδικοί;
Υπάρχει ομορφότερη εποχή για δύο ερωτευμένους ανθρώπους απ’ τα Χριστούγεννα;
Η ζωή δεν είναι ποτέ πιο όμορφη απ’ τις στιγμές που περπατάτε αγκαλιά χαζεύοντας τις στολισμένες βιτρίνες. Τίποτα δε συγκρίνεται με τα χουχουλιάσματα στον καναπέ βλέποντας «Home alone». Κανένα φιλί δεν πλησιάζει σε ομορφιά εκείνα τα παθιασμένα που ανταλλάσσετε κάτω απ΄ το φωτισμένο δέντρο, με τα φώτα γύρω όλα σβηστά.
Ακόμη κι η ζεστή σοκολάτα δεν είναι ποτέ πιο νόστιμη από όταν τη συνοδεύει το «All I want for Christmas is you». Δεν υπάρχει λογική εξήγηση. Γιατί τα Χριστούγεννα σκάνε καρδιές από παντού· κι αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που τα αναζητάς και τα περιμένεις έντεκα μήνες!