Μία είναι η ελληνική λέξη που γνωρίζει όλος ο κόσμος -όχι το φιλότιμο ούτε ο μουσακάς, σκέψου λίγο καλύτερα∙ ναι, μα φυσικά ο «μαλάκας». Μια λέξη ορόσημο μιας γενιάς, μιας εποχής και μιας κοινωνίας. Επτά γράμματα, μια ταμπέλα, χιλιάδες πρόσωπα.
Και πριν τεντώσεις το δάχτυλο και χαρακτηρίσεις ή ανάψεις το φως στην επιγραφή πάνω απ’ το κεφάλι του, σκέψου για τι είδους μαλάκα μιλάμε. Υπάρχει αυτός που δεν ξέρει τι θέλει, ψαχουλεύει και κάνει άνω-κάτω τη ζωή μας ψάχνοντας μάταια μήπως το βρει, αυτός που ενδιαφέρεται και φροντίζει μόνο για την πολύτιμη πάρτη του και την καλοπέρασή του κι υπάρχει κι αυτός που δε θα κάνει ό,τι θέλουν οι άλλοι, αυτό το τσογλάνι που τολμάει να φέρνει κι αντιρρήσεις.
Κάπου ανάμεσα σε άδειους συναισθηματικούς τενεκέδες, γεμάτα τασάκια κι αδικαιολόγητο θυμό, μπερδέψαμε το θάρρος με το θράσος και την ελευθερία με τον φασισμό. Ελευθερία για την αφεντιά μας και μέχρι εκεί, να μην πατήσει κανείς εμάς, να μη μας αδικήσει, το τι κάνουμε εμείς είναι άλλη υπόθεση.
Μας βάφτισαν σκάρτους και μαλάκες γιατί αρνηθήκαμε να παίξουμε τον ρόλο του κομπάρσου στο κακοστημένο εργάκι τους, γιατί δεν μπήκαμε στο δικό τους παιχνίδι, γιατί δε δεχτήκαμε να χορέψαμε στον δικό τους ρυθμό.
Έτσι τους βόλευε, εκείνοι να κινούν τα νήματα κι εσύ ως σιωπηλή μαριονέτα να ακολουθείς πιστά. Μα τους το χάλασες και κάτι πρέπει να κάνουν. Όχι μωρέ, σιγά μην ψάξουν να βρουν επιχειρήματα, φυσικά και δε θα παραδεχθούν πως δε γίνεται να περνάει πάντα το δικό τους.
Βρήκαν την πιο εύγευστη και καλοχώνευτη καραμέλα. Εσύ φταις, εσύ δε φέρεσαι σωστά, εσύ είσαι ο λάθος άρα αυτομάτως εκείνοι είναι οι σωστοί. Μαγικό;
Αν πεις «όχι», αν φωνάξεις, αν κοιτάξεις και λίγο το δικό σου καλό, αν φέρεις αντίρρηση σε κάθε σαδιστική τους διάθεση που θα έχουν το θράσος να ονομάσουν ενδιαφέρον κι αγάπη, είσαι για αυτούς αυτομάτως μαλάκας.
Θα σου πουν με λύπη κι απογοήτευση πως άλλαξες, πως δεν είσαι πια αυτός που ήξεραν κι είχαν αγαπήσει. Μα αυτό που θα εννοούν θα είναι πως έπαψες να πουλάς τον εαυτό σου φτηνά, πως δεν τους κάνεις πια όλα τα χατίρια, πως δεν τους αφήνεις να χοροπηδάνε πάνω σου. Κι αυτό είναι που τους ενοχλεί.
Όλοι υποκρίνονται με επιτυχία τον ρόλο του θύματος –είναι ευκολότερο εξάλλου σε έναν κόσμο που δεν έμαθε ποτέ να αναλαμβάνει ευθύνες και να παραδέχεται λάθη–, καλύτερα από όλους όμως υποκρίνεται ο ίδιος ο θύτης.
Είναι αυτός που την ώρα που θα σε μαχαιρώνει θα σε κοιτάζει στα μάτια με βλέμμα εγκαταλειμμένου κουταβιού. Αυτός που θα θέλει να σε χωρίσει, αλλά θα ψάξει εκατό τρόπους για να καταφέρει να τον χωρίσεις εσύ. Αυτός που θα σε πληγώσει και θα σου πει πως πονάει.
Θα σε πουν μαλάκα γιατί δε συμβιβάζεσαι, γιατί δεν μπήκες στο δικό τους καλούπι, γιατί βαρέθηκες να δίνεις χωρίς να παίρνεις, γιατί αποφάσισες επιτέλους να προσέχεις και ν’ αγαπάς τον εαυτό σου, γιατί έπαψες να είσαι το τέλειο θύμα τους, γιατί βαρέθηκες να είσαι πρόβατο -κι ας μην έγινες ποτέ λύκος.
Είσαι μαλάκας αν τους ξεβολέψεις, αν τους χαλάσεις το χατίρι, αν δεν πας με τα νερά τους, αν δεν τους λες σε όλα «ναι», αν δεν κάτσεις με προθυμία να φας το χαστούκι τους. Είσαι μαλάκας γιατί έχεις προσωπικότητα, γιατί σε σέβεσαι, γιατί σε προστατεύεις, γιατί αρνείσαι να γίνεις το κοροϊδάκι τους. Μακάρι να ήταν έτσι όλοι οι μαλάκες.
Τώρα ξέρεις, είναι πάντα ευκολότερο να φταίνε οι άλλοι. Κι αν δε βρίσκεις τρόπους για να γίνεις σωστός, απλώς θα βγάζεις τους άλλος λάθος και καθάρισες.