Δευτέρα. Μέρα μισητή. Ίσως γιατί θυμίζει αρχή κι εκείνες πάντα μας τρομάζουν. Ενώ το τέλος, μας έπεισαν πως έχει άλλη χάρη. Έχει πάντα κάτι από happy end, μόνο που στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο συμβαίνει μόνο στις ταινίες κι αυτό πιο πολύ στις αμερικανιές κι εσύ μεγάλωσες για να βλέπεις χαζοταινίες, άσε που έχεις και κάτι γρατσουνιές-παράσημα από κάτι περασμένα τέλη.
Δεν κατάλαβα ποτέ για ποιον ακριβώς λόγο μισούμε τις Δευτέρες (μες στον σωρό κι εγώ κι ας τρέχω πάντα ανάποδα από όπου πάει η μάζα). Μάλλον έτσι μας έμαθαν. Να περιμένουμε την Παρασκευή, να ευτυχούμε το Σαββατοκύριακο, να μιζεριάζουμε τη Δευτέρα. Συναισθήματα προγραμματισμένα, ενθουσιασμός πιο ψεύτικος κι από κόσμημα σε πάγκο λαϊκής. Όλα ρυθμισμένα, στριμωγμένα σε κουτάκια που σε έμαθαν να ζεις ή ειλικρινέστερα να επιβιώνεις ήσυχα κι ανέκφραστα με την ψευδαίσθηση μιας δήθεν αυτονομίας.
Στην τελική, δε με νοιάζει γιατί κι ούτε θέλω να το αναλύσω παραπάνω. Απλώς δεν τις γουστάρω τις Δευτέρες, με τσατίζουν, με μελαγχολούν, με προσγειώνουν. Α, και με κρατάνε μακριά σου. Ναι, σίγουρα είναι κι αυτός ένας λόγος σημαντικός.
Τα Σαββατοκύριακα είναι παιδιά του έρωτα, αναρχικά και κάπως σκανταλιάρικα. Ξυπνάνε αργά, τρώνε γλυκά, τεμπελιάζουν με τις ώρες στο κρεβάτι. Η Δευτέρα πάλι, παιδί της λογικής. Φοράει το καλοσιδερωμένο κουστούμι της, κοιτάει επίμονα το ρολόι, παίρνει καφέ στο χέρι και ξεχύνεται στους δρόμους να προλάβει. Τι ακριβώς;
Στα Σαββατοκύριακα έχω μια αδυναμία παραπάνω γιατί μου θυμίζουν εσένα. Γιατί είναι εμείς αραγμένοι στο κρεβάτι σαν τεμπέλικα γατιά σε ταράτσες σπιτιών που αρπάζουν ήλιο. Χέρια μπλεγμένα, πόδια μπερδεμένα, χείλη κολλημένα. Είναι γέλια χαζά και ματιές όλο νόημα. Είναι μέρες που κακομαθαίνουμε ο ένας τον άλλον και μυστικές συμφωνίες μιας γιορτής που ξέρουμε μόνο εμείς και που δεν πολυθέλουμε καλεσμένους.
Ε όλα αυτά η Δευτέρα έρχεται να μας τα χαλάσει, να μας τη σπάσει, να με ξεβολέψει. Να κολλήσει εμένα μπροστά από μια οθόνη κι εσένα κάπου αλλού, αδιάφορο το «πού» απ’ τη στιγμή που δεν είναι «εδώ». Έρχεται να μου στερήσει το χαμόγελό σου, να με βάλει σε τάξη, να μου κλέψει το παιδί που χαχανίζει μέσα μου.
Τις Δευτέρες μου λείπεις πιο πολύ γιατί το τοπίο γκριζάρει απότομα κι εγώ γκρινιάζω πιο πολύ και να, μόνο εσύ και κάνα-δυο ακόμη που με αγαπούν το βρίσκετε χαριτωμένο, για όλους τους άλλους είναι κάπως ενοχλητικό. Γιατί τις Δευτέρες έχω διπλά ανάγκη να φωλιάσω στην αγκαλιά σου και να μην ξεμυτίσω απ’ τα σκεπάσματα κι ας έχει έξω 20 βαθμούς κι ας λαμποκοπά ο ήλιος.
Γιατί χρειάζομαι το βλέμμα σου για να ηρεμήσω τις τρικυμίες που δημιουργούν κάτι ηλίθιες σκέψεις στο μυαλό μου κι αυτό το δικό σου «Στρώσου!» με κάπως αυστηρό τόνο, αλλά ταυτοχρόνως πειραχτήρικο ύφος να με συντονίσει. Σαν να απειλεί για την τιμωρία που θα ακολουθήσει αν δε συνεργαστώ και δε στρωθώ, που συνήθως είναι τόσο σκληρή όσο ένα δίλεπτο γαργαλητό πίσω απ’ τα γόνατα.
Γιατί οι Δευτέρες που ξοδεύουμε μαζί έχουν κάτι από απογεύματα Παρασκευής, βράδια Σαββάτου και Κυριακάτικα μεσημέρια. Κι οι Δευτέρες χώρια κάνουν ακόμα και τις λιακάδες, συννεφιές. Γιατί τις Δευτέρες σε θέλω εδώ για να αντέχω βδομάδες ολόκληρες. Γιατί είσαι η δύναμή μου σε μέρες αδύναμες.
Γιατί εσύ μου τη δίνεις λιγότερο από όλον αυτόν τον κόσμο εκεί έξω που με εκνευρίζει με τα μούτρα και την απαισιοδοξία του, στις ζόρικες μέρες μου φέρνεις καφέ και τις ακόμα πιο ζόρικες βότκα-φράουλα, γιατί απ’ ό,τι φαίνεται είσαι η Παρασκευή μου σε έναν κόσμο γεμάτο Δευτέρες. Κι εμένα αυτό μου αρκεί!