Ο χωρισμός φέρνει πολλές αλλαγές κι εγώ τις αλλαγές δεν τις μπορώ. Με κουράζουν, με εκνευρίζουν, τις βαριέμαι. Έτσι κατέληξα και τώρα. Κουρασμένη, εκνευρισμένη, να βαριέμαι θανάσιμα, α και να πεινάω.
Αυτό που μας δένει άλλωστε σε μια σχέση, δεν είναι τόσο τα πρόσωπα, όσο τα συναισθήματα. Όταν αυτά φύγουν, μένει ένα κενό. Κενό συναισθημάτων κι όχι ανθρώπινο.
Έτσι την απουσία των συναισθημάτων, κυριάρχησε ένα και μεγαλειώδες. Η πλήξη. Απ’ όταν έφυγες –ή σε έδιωξα, δεν είναι εκεί το θέμα– πιάνω τον εαυτό μου να βαριέται όλο και περισσότερο.
Οι τσακωμοί, οι κακόγουστες φάρσες σου, τα κρύα ανέκδοτά σου. Οι βόλτες για ώρες χωρίς προορισμό, οι αναπάντεχες εκδρομές, οι αιφνίδιες εκπλήξεις. Ο πρωινός καφές με φιλιά και ξύλο, το απογευματινό τσάι σε μικρά καφέ, οι ατελείωτες συζητήσεις, τα μπεκρουλιάσματα σε παρακμιακά ταβερνάκια. Ακόμη κι ο τσακωμός για το ποια ταινία θα δούμε ή τι delivery θα παραγγείλουμε. Όλα αυτά τα μικρά που είχαν ενδιαφέρον, λείπουν.
Δεν είσαι εδώ για να τσακώνομαι μαζί σου για την οδοντόκρεμα που ποτέ δεν κλείνεις ή τα νερά στο ψυγείο που ποτέ δεν αντικαθιστάς. Να σου βάζω τις φωνές για τα παπούτσια που έχεις παρατήσει μες στη μέση και τα πουκάμισα που παρελάζουν σε κάθε καρέκλα του σπιτιού. Κι εσύ να γελάς, να μη χάνεις τη ψυχραιμία σου, να με αγκαλιάζεις και να τα μαζεύεις· κι ας κάνεις πάλι το ίδιο την επόμενη μέρα.
Μαζί σου ρε γαμώτο δε βαρέθηκα ποτέ. Μπορώ να σε πω μαλάκα, αλλά βαρετός δεν ήσουν. Πάντα περνούσα καλά, πάντα γελούσα σαν παιδί. Τώρα, λοιπόν, λείπεις εσύ. Δεν έχω το χαμόγελό σου, δεν έχω την αγκαλιά σου, δεν έχω ούτε μια κρέπα σοκολάτα, ρε φίλε, κι αυτό μου πέφτει πολύ για να το διαχειριστώ. Και το ανησυχητικό ξέρεις ποιο είναι; Πως και να την είχα, δε νομίζω πως τελικά θα την έτρωγα. Κάτι πολύ σοβαρό πρέπει να μου συμβαίνει.
Δεν έχω άλλη επιλογή απ’ το να γκρινιάζω. Να γκρινιάζω που σε έδιωξα, να γκρινιάζω που έφυγες, που όλοι οι άλλοι γύρω μου είναι τόσο βαρετοί, που κανονίζουμε κάτι και μου ρίχνουν αυτό το σπαστικό «να κάνουμε ό,τι θες». Ποτέ δεν ξέρω τι θέλω, εσύ, όμως, πάντα διάλεγες ακριβώς αυτό που ήθελα.
Και τώρα που γκρίνιαξα, πείνασα και τώρα που πείνασα, σκέφτηκα εσένα. Τις αποτυχημένες προσπάθειες σου να μου μαγειρέψεις, τα τραγικά delivery που διάλεγες και τη συμφωνία μας «Εγώ παίρνω τηλέφωνο. Εσύ ανοίγεις την πόρτα». Και τώρα που θυμήθηκα αυτό, σκέφτηκα πως τελικά μου λείπουν τα παρατημένα ρούχα σου σε κάθε γωνιά του σπιτιού. Του έδιναν κάτι, το έκαναν λιγότερο βαρετό.
Βαριέμαι, πεινάω και μου λείπεις. Το αστείο είναι πως και τα τρία αυτά συναισθήματα (ναι, συναίσθημα είναι κι η πείνα) μοιάζουν, έχουν την ίδια βάση. Όλα πατάνε πάνω σ’ ένα κενό. Το πρώτο στο κενό στη διάθεση, το δεύτερο στο κενό στο στομάχι και το τρίτο στο δικό σου.
Το περίεργο είναι πως δεν ξέρω σίγουρα αν είσαι εσύ που μου λείπεις. Όπως δεν ξέρω κι αν πεινάω ή απλώς λιγουρεύομαι. Δεν ξέρω αν τελικά βαριέμαι ή είμαι όντως κουρασμένη. Έτσι ακριβώς, δεν ξέρω αν μου λείπεις εσύ ή η ιδέα σου. Αλλά τώρα δε με νοιάζει. Προέχει να φάω. Και να πάω για ποτό. Με ή χωρίς εσένα. Ίσως μόνο με την ιδέα σου παρέα να κάθεται εκεί δίπλα. Αυτή βασικά τη θέλω σίγουρα.
Μάλλον πρέπει πια να το παραδεχτώ. Η ζωή χωρίς εσένα είναι διαφορετική. Σαν πίτα γύρο χωρίς τζατζίκι. Σαν γεμιστά χωρίς φέτα. Σαν βάφλα χωρίς παγωτό. Γι’ αυτό σου λέω, γύρνα πίσω ή έστω στείλε σουβλάκια.