Συνήθως είναι Σάββατο, χωρίς να αποκλείεται καμία μέρα. Ξημερώματα, γύρω στις 4, τότε που είσαι συνάμα αρκετά μεθυσμένος για να τολμήσεις, να ρισκάρεις και να εκτεθείς, έχεις, όμως, ακόμα την επιθυμία σου σε μια λογική σειρά, να ξέρεις ποια πόρτα θες να χτυπήσεις πρώτη ή καλύτερα ποιο κινητό θες να δονήσεις πρώτο.
Γνώριμο σκηνικό. Ο αποστολέας συνήθης ύποπτος, εκείνος που δε συλλαβίζεις ούτε το όνομά του κι όμως για τους φίλους είναι κάτι παραπάνω από κατανοητό πότε αναφέρεσαι σε αυτόν. Μπορεί να είναι πρώην ή σχεδόν νυν. Συνήθως είναι πρώην, νυν κι αεί. Το περιεχόμενο των μηνυμάτων όχι ιδιαίτερα ευφάνταστο. Λακωνικό και πολυφορεμένο. Κάτι σε «Θέλω να σε δω» ή «Μου λείπεις». Το ‘χεις ζήσει, όλοι το ξέρουν το εργάκι, κάποιοι το περιμένουν, κάποιοι το ζητούν, κάποιοι βολεύονται. Εγώ πάλι δεν το χώνεψα ποτέ μου.
Δε γουστάρω τα μεθυσμένα σου μηνύματα. Με εκνευρίζουν. Δε θέλω να είμαι εκείνη η σκέψη, η βαφτισμένη στο αλκοόλ, που δεν ξέρεις καν αν είναι επιθυμία δική σου ή της βότκας. Που δεν ξέρεις αν θέλεις -μόνο- εμένα ή -απλά και βολικά- και εμένα.
Δε θέλω να είμαι το ευχάριστο κλείσιμο της βραδιάς σου. Θέλω να υπάρχω κάπου στην αρχή, τη μέση και το τέλος της. Θέλω η σκέψη σου να γυρίζει σ’ εμένα διαρκώς και τα νηφάλιά σου δάχτυλα σου να πληκτρολογούν χωρίς να τα ελέγχεις. Κι αν δεν είμαι όλα αυτά, ας μην είμαι τίποτα. Ξηγημένα κι απόλυτα.
Τι να το κάνω το «μου λείπεις» στις 5 το πρωί; Σου λείπουν πολλά πράγματα τέτοιες ώρες, αλλά σίγουρα όχι κάποιος σημαντικός για σένα. Κάποιος σημαντικός σου λείπει το μεσημέρι μιας χλιαρής Δευτέρας κι αν θέλεις να τον προσεγγίσεις δεν το κάνεις μεθυσμένος τα ξημερώματα. Στοιχειώδη όλα αυτά, αλλά όχι για σένα. Στην τελική, δε μ’ αρέσει να εκτονώνω μεθυσμένες ορμές, προτιμώ να τις προκαλώ τις πιο ξενέρωτες στιγμές.
Δε θα σηκωθώ απ’ το κρεβάτι μου ούτε θα φύγω από εκεί που περνάω καλά με ανθρώπους που με κάνουν να γελάω και να ξεχνάω τύπους σαν κι εσένα για να έρθω να βρω εσένα. Να περάσουμε καλά για μισό βράδυ και να σκάω για μέρες, δε σφάξανε, έχει κι ο μαζοχισμός τα όριά του. Ψάξε λίγο καλύτερα τις καβάτζες σου. Εγώ ούτε ήμουν ούτε σκοπεύω να γίνω, πολύ λίγο όλο αυτό για εμένα.
Ακόμα περισσότερο δε γουστάρω το τραβηγμένο παραμύθιασμα και τις άδειες μαλακίες. Δε θέλω στην οθόνη μου κανένα «σ’ αγαπάω» ούτε υποσχέσεις που δε θα θυμάσαι την επόμενη μέρα, ξέρεις, όταν θα τρέχεις να κρυφτείς ψάχνοντας τρόπο να δικαιολογηθείς ή ακόμα χειρότερα θα αρκεστείς σε ένα «είχα πιει». Ατάκα που δε δικαιολογεί τίποτα παρά μόνο αποδεικνύει πόσο τραγικά δειλός είσαι.
Το μόνο μήνυμα που ίσως να γούσταρα από εσένα θα ήταν μια νηφάλια καλημέρα το πρωί -κι ας είναι όσο λακωνική θέλεις, ας είναι μονάχα μία λέξη. Αρκεί για να καταλάβω πως είμαι η πρώτη σκέψη σου. Αυτό ναι, το γουστάρω, το θέλω και το ζητάω. Μη μου μιλάς, όμως, για τα άλλα που δεν ξέρω αν τα λες εσύ ή το οινόπνευμα.
Στα μεθυσμένα σου μηνύματα δε θα με βρεις εκεί. Ακόμα κι αν έχω γίνει λιώμα, αν θέλω να κλείσω ωραία τη βραδιά μου θα προτιμήσω μια κρέπα σοκολάτα -αυτή σίγουρα δε θα με φλομώσει στο ψέμα για μερικά λεπτά μεθυσμένης κάβλας.