«Το άλλο σου μισό», φράση καραμέλα της εποχής χωρίς κανέναν σαφή ορισμό εντούτοις. Οι άνθρωποι το αναζητούν, το περιμένουν ή το σνομπάρουν. Και κάτι με κάνει να πιστεύω πως κι αυτοί που το σνομπάρουν, ζηλεύουν που ακόμα δεν το βρήκαν.
Ας μου απαντήσει όμως κάποιος υπεύθυνα, τι είναι αυτό το πολυπόθητο άλλο μισό; Είναι αυτός που έχει ό,τι κι εσύ, που θέλει ό,τι και εσύ, κάποιος όμοιός σου, σαν άλλο κομμάτι απ’ το ίδιο ύφασμα, ένας κλώνος σου;
Ή μήπως είναι εκείνος που έχει ό,τι δεν έχεις εσύ, αυτός που θα συμπληρώσει τα δικά σου κενά κι εσύ τα δικά του; Κάτι ξένο, τόσο διαφορετικό από σένα, το αντώνυμό σου?
Ακόμη δεν κατάφερα να καταλάβω ποιος είναι τελικά ο ορισμός του.
Γνώρισα ζευγάρια, όμοια, σαν αδέλφια, ντυμένοι συνήθως με τον ίδιο τρόπο, που πάντα μάθανε να ζητάνε τα ίδια, που τους αρέσουν τα ίδια μαγαζιά (ένα ή δύο το πολύ, δεν είναι και φανατικοί της αλλαγής βλέπεις, μάλλον της συνήθειας) που βλέπουν τις ίδιες ταινίες ξανά και ξανά, πολλές φορές και την ίδια, που είναι μαζί χρόνια γιατί βρήκαν αυτό που έψαχναν ή γιατί βολεύτηκαν σ’ αυτό και φοβούνται να μείνουν μόνοι, «μισοί» δηλαδή.
Ζευγάρια που δεν τσακώνονται σχεδόν ποτέ κι αν κάποτε τσακωθούν θα είναι και τελειωτικό. Συνήθως αυτοί είναι που θα καταλήξουν σε γάμο κι υποτιθέμενη παντοτινή αγάπη. Ζευγάρια ήρεμα και ταυτόχρονα για ‘μένα τόσο χλιαρά, σχεδόν άοσμα.
Συνάντησα όμως και ζευγάρια τόσο ανόμοια, τόσο διαφορετικά, τόσο άκρα αντίθετα. Δε συμφωνούν σχεδόν σε τίποτα ή μάλλον μόνο στο ότι θέλουν τρελά ο ένας τον άλλον.
Ακούνε διαφορετική μουσική, έχουν διαφορετικές ιδέες, ντύνονται διαφορετικά, δεν έχουν κανένα κοινό· γελάνε όμως πάντα μαζί, γελάνε όταν πετύχουν κανένα απ’ αυτά τα ζευγάρια κλώνων που κυκλοφορούν εκεί έξω.
Τσακώνονται για το τι θα δουν στην τηλεόραση, για το που θα πάνε για καφέ, για το τι θα φάνε, στο μόνο όμως που συμφωνούν είναι στο ότι αγαπιούνται.
Ίσως να τσακώνονται και σ’ αυτό για το ποιος αγαπάει πιο πολύ. Χωρίζουν κάθε μέρα, ίσως και πολλές φορές τη μέρα, όμως πάντα το βράδυ τους βρίσκει αγκαλιασμένους στο ίδιο κρεβάτι.
Κανείς δεν πιστεύει στα ζευγάρια αυτά. Φίλοι και γνωστοί τους δίνουν μονάχα λίγους μήνες χρόνο ζωής και καθημερινά στοιχηματίζουν για τον οριστικό χωρισμό τους. Κι όμως κάποιες φορές οι έρωτες αυτοί μπορούν και μετρούν χρόνια· αυτό στο λέει κάποια που το γνωρίζει καλά.
Αυτά τα ζευγάρια των εντάσεων δεν έχουν καμιά σχέση με γαλήνη, είναι μια συνεχής εμπόλεμη ζώνη με διαστήματα εκεχειρίας για φιλιά κι αγκαλιές. Είναι αλήθεια δύσκολο να κρατήσουν για πολύ οι σχέσεις αυτές· όταν, όμως, αυτό συμβεί, είναι αποτέλεσμα συνεχούς προσπάθειας κι απ’ τις δύο πλευρές.
Ανήκω, λοιπόν, σ’ αυτούς που βρήκαν το άλλο τους μισό στην πιο αταίριαστη εκδοχή τους. Όχι για να τους συμπληρώσει, γιατί γεννήθηκαν ολόκληροι, αλλά γιατί τους δίνει κάθε μέρα έναν λόγο να χαμογελούν.
Γιατί ακόμα κι όταν πλακωνόμαστε για τα πολιτικά, τ’ αθλητικά, τα κοινωνικά, το φαγητό, ακόμα κι αν δεν μπορούμε να βρούμε μια ταινία να δούμε, θα είναι πάντα ο άνθρωπός μου.
Γιατί όσο εύκολα κι αν λέω το «φύγε», πάντα μέσα μου θα παρακαλάω να μένει.
Γιατί όσο κι αν τον λέω ξενέρωτο που δε με συντροφεύει στις «αλκοολικές» μου τάσεις, πάντα θα με μεθάνε τα φιλιά του.
Γιατί όσους καβγάδες κι αν ρίξουμε, πάντα θα συμφιλιωνόμαστε αγκαλιά στο κρεβάτι.
Γιατί αν κι είμαστε δύο άνθρωποι επικίνδυνα αντίθετοι, σ’ όσα κι αν διαφωνούμε, θα συμφωνούμε πάντα στο πόσο ποθούμε ο ένας τον άλλον.
Γιατί κάθε φορά που θα ρωτάω «Τι θέλεις;», θα μου απαντάει, «Εσένα».
Και γιατί παρά τις διαφορές, τα κενά των δακτύλων μου ταιριάζουν τέλεια όταν μπλέκονται με τα δικά του.
Γιατί η αγκαλιά του «κουμπώνει» ιδανικά με τη δική μου.
Γιατί παρότι δεν είμαστε ακρωτηριασμένοι, έχουμε ανάγκη το άλλο μας μισό· να μας γεμίζει κάθε φορά που μέσα μας θα αδειάζουμε.