Αρχή και τέλος. Γέλιο και δάκρυ. Χαμόγελα και χαχανητά. Ευτυχία. Δύναμη. Πόνος. Λύτρωση. Έρωτας. Όλα αυτός, πάντα αυτός, ο λόγος να ξυπνάς το πρωί, η αιτία που ξαγρυπνάς τα βράδια. Τι θα ήταν οι ζωές μας χωρίς έρωτα; Ασπρόμαυρα φιλμ χωρίς μουσική. Εκείνος μόνο ξέρει πώς να δίνει χρώμα, πώς να σκοτώνει την ανία, πώς να στολίζει τη μουντή καθημερινότητα με χρυσά λαμπιόνια.
Ερωτεύτηκες ποτέ; Στα αλήθεια όμως; Το έχεις νιώσει; Ξέρεις για πότε σου μιλάω. Όχι, μη μου τα μπερδεύεις. Δεν ήταν τότε που ξεροστάλιαζες πάνω από μία οθόνη και παρακαλούσες να χτυπήσει το ακουστικό. Ούτε τότε που αναστέναζες μερόνυχτα κι αναρωτιόσουν τι έχετε κι αν έχετε. Μην το σκέφτεσαι, σίγουρα όχι εκείνες τις στιγμές που το στομάχι σου ήταν κόμπος, μια θηλιά στο λαιμό σου έκοβε τον αέρα και κάτι ποτάμια δάκρυα μούσκευαν σεντόνια και μαξιλάρια, δίπλα σε άδεια μπουκάλια και γεμάτα τασάκια. Δεν ήταν έρωτας αυτό, μωρό μου. Αν πονάει, δεν είναι έρωτας. Αν πληγώνει, δεν είναι αγάπη. Ποτέ. Να το θυμάσαι αυτό κάθε φορά που κάποιος θα προσπαθεί να σε πείσει για το αντίθετο.
Δε μου είπες όμως, ερωτεύτηκες ποτέ; Μιλάω για εκείνη τη μέρα που δε σε ένοιαξε αν βρέχει –κι ας μην είχες ομπρέλα κι ας έγιναν μούλα τα καινούργια σου παπούτσια, κι εκείνη τη νύχτα που καθόλου δε σε πείραξε αν δεν έκλεισες μάτι και πήγες σερί στη δουλειά. Για εκείνη την εποχή που σε θυμάσαι να γελάς, σαν κάποιος να είχε παγώσει την οθόνη ακριβώς εκείνη τη στιγμή που χαχάνιζες μέχρι δακρύων.
Γέλια. Δεν υπάρχει έρωτας χωρίς γέλια. Εκείνα τα χαζά, σχεδόν παιδικά πειράγματα. Τσιμπήματα και γαργαλητά. Δαγκωνιές και κουτουλιές. Από αυτά που αφήνουν κάτι μελανιές ως παράσημα ευτυχίας.
Χαμόγελα. Χωρίς λόγο. Απλώς γιατί είναι αυτός κι είσαι εσύ. Γιατί είσαι εσύ κι είναι αυτή. Για κάτι που είπατε, κάτι που είδατε, κάτι που σκεφτήκατε. Εκείνη η στιγμή που πλησιάζεις να τον φιλήσεις και λίγο πριν αγγίξεις τα χείλη του, στρίβεις με νάζι και χαμογελάς που του την έφερες. Κι η ακριβώς επόμενη, που σε στριμώχνει εκείνος, ανασαίνεις απ’ την ανάσα του και μόλις είσαι έτοιμη να του παραδοθείς, σε παρατάει στα κρύα του λουτρού. Την πάτησες. 1-1. Αγώνας ισόπαλος. Εκείνα τα αμήχανα χαμόγελα που ταίριαξαν τόσο ώστε να γίνουν χαχανητά, με διακοπές για φιλιά κι αγκαλιές.
Αγκαλιές. Αμέτρητες. Δυνατές. Ξαφνικές. Στο σπίτι, στον δρόμο. Οι δυο σας, μέσα στο πλήθος. Να κολλάτε τόσο σφιχτά σαν να ενώνετε τα κομμάτια ενός παζλ, του δικού σας παζλ. Να τραβάτε γερές τζούρες απ’ τη μυρωδιά του άλλου, να παγώνετε το χρόνο, να ξεγελάτε τη ζωή.
Να κοιμάστε αγκαλιά. Να μπερδεύετε όνειρα, να κρύβετε ανασφάλειες και φόβους κάτω απ’ το μαξιλάρι. Γιατί η αλήθεια είναι πως ίσως να μην κοιμάσαι καλύτερα μέσα σε μια αγκαλιά –ίσως να στριμώχνεσαι, να ζεσταίνεσαι, να μουδιάζεις και να ξεβολεύεσαι– στα σίγουρα όμως πάντα ξυπνάς ομορφότερα δίπλα σε έναν άνθρωπο που βάφτισες δικό σου. Εκείνο το πρώτο χαμόγελο όταν ανοίγεις τα μάτια σου και τον βλέπεις δίπλα σου, το πρώτο φιλί κι η καλημέρα που μόνο κάπως έτσι είναι στα αλήθεια καλή.
Να ξυπνάς με χάδια και φιλιά, με μια αγκαλιά για μαξιλάρι και να αγαπάς ακόμα και τον ήχο απ’ το σκουπιδιάρικο, τις φωνές της γειτόνισσας και τη μουντάδα του καιρού. Κι ας αργήσεις πάλι στο γραφείο κι ας μην προλάβεις να πιεις καφέ. Δοκίμασες ποτέ έρωτα αντί για δυνατό εσπρέσο;
Χάδια. Δειλά κι άγαρμπα αγγίγματα, άχαρες αμήχανες κινήσεις. Δάχτυλα που μπλέκονται σε μαλλιά και τελικά κουμπώνουν αναμεταξύ τους, χέρια που εξερευνούν κάθε σπιθαμή κι αποτυπώνουν στη μνήμη τους κάθε εκατοστό σάρκας. Ξέρεις και τα αγγίγματα κι οι αγκαλιές έχουν μνήμη.
Χάδια κι αγκαλιές, πονηρά χαμόγελα κι επίμονες ματιές. Μικρές –για τρίτους αδιάφορες– στιγμές που αρκούν δύο άνθρωποι για να τις κάνουν μαγικές. Γιατί κάποιοι πιστεύουν ακόμα στη δύναμη της αγάπης και γιατί όσο και να γκρεμίζεται αυτός ο κόσμος, δε θα σταματήσει ποτέ να ερωτεύεται κι όσο θα ερωτεύεται, θα χτίζει όνειρα κι ελπίδα για μια νέα αρχή.
Πες μου, τελικά ερωτεύτηκες ποτέ; Σου μιλώ για κείνον τον έρωτα που βάφεται κόκκινος και σκάει χρυσόσκονες με την ίδια δύναμη που σκίζει σάρκες και στάζει αίμα.