Κάθε που όλα γίνονται ένα τσικ πιο δύσκολα, δουλειές, λογαριασμοί και μια βαρβάτη καθημερινότητα, καταφεύγω στο γνώριμο καταφύγιο των παιδικών μου αναμνήσεων.
Εκεί που τίποτα δεν έχει χάσει τη μαγεία του, εκεί που πρωταγωνιστεί η χρυσόσκονη, η γιαγιά κι ο παππούς, η πολύτιμη άγνοια και η βαρύτιμη αθωότητα.
Θα ‘θελα να μου ήμουν ξανά παιδί έστω και για μια εβδομάδα, κάτι σαν διακοπές στη χώρα των θαυμάτων. Για να φύγουν από πάνω μου όλα τα βάρη κι οι περιττές, τάχα μου ώριμες σκέψεις. Και κυρίως για να τα απολαύσω πια χωρίς αυτό το ανεξήγητο άγχος να μεγαλώσω.
Χωρίς να βάζω τα τακούνια και το κραγιόν της μαμάς και χωρίς να παίζω με τα κουζινικά μου λες και είμαι νοικοκυρά.
Θα ‘θελα να ήμουν ξανά παιδί, να κυλιέμαι στα χώματα χωρίς να με νοιάζει τίποτα, να παίζω και να γελάω χωρίς κανένα όριο, χωρίς κανένα χρονικό περιθώριο.
Να πέφτω και να σηκώνομαι στο λεπτό με ματωμένα γόνατα. Τίποτα να μην μπαίνει εμπόδιο στη χαρά μου. Καμιά τετράγωνη λογική και καμιά σοβαρή σκέψη.
Θα ‘θελα να χορτάσω τον παππού και τη γιαγιά. Να απολαύσω τα ακριβά τους χάδια και να θυμηθώ τις ανεκτίμητες συμβουλές τους.
Θα έμπαινα πάλι κρυφά στο δωμάτιό τους και θα ψαχούλευα τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες τους από τότε που κι εκείνοι ήταν παιδιά. Θα ξαναφορούσα τη χρυσή καρφίτσα της γιαγιάς με τα μαργαριτάρια, εκείνη θα μου φώναζε κι εγώ θα την αγκάλιαζα και τελικά δε θα μου χαλούσε το χατήρι.
Πόσο μου έχει λείψει το πρωινό που μου ετοίμαζε η μαμά μου κάθε πρωί πριν πάω σχολείο. Ζεστό γάλα, φρυγανιές με βούτυρο και μέλι και τραγούδια απ’ τα ‘80s στο ραδιόφωνο.
Μου έκανε δύο μεγάλες κοτσίδες στα μαλλιά, μου τακτοποιούσε τα βιβλία στη σχολική μου τσάντα και μου έδινε ένα ζουμερό φιλί στο δεξί μάγουλο.
Θα ‘θελα να γύριζα το χρόνο πίσω και να αιχμαλώτιζα ολοζώντανες τις στιγμές, τα ξεκαρδιστικά γέλια και τις αταξίες που κάναμε με τα παιδιά στη γειτονιά.
Το άρωμα βανίλιας απ’ το κέικ της μαμάς, τα λερωμένα απ’ τους μαρκαδόρους χέρια μου, τις βόλτες με το μπαμπά, το κοριτσάκι με τα σπίρτα και τον Πινόκιο, το ροζ ποδηλατάκι μου με την τρίτη βοηθητική ρόδα.
Περισσότερο απ’ όλα όμως, μου λείπει η άγνοια και η παιδική μου αφέλεια. Η εμπιστοσύνη που έδειχνα σε όλους. Στα παιδικάτα μας δε χωράνε δεύτερες σκέψεις, αμφιβολίες και καχυποψίες. Να, αυτό μισώ στην ενήλικη ζωή, που δεν παίρνουμε τα λόγια και τις πράξεις όπως έρθουν, άλλα πάντα «σκάβουμε» να δούμε αν υπάρχει και κάτι άλλο από κάτω.
Κι είναι τόσο ψυχοφθόρο και κουραστικό αυτό. Πιο κουραστικό κι από δωδεκάωρο δουλειάς, γιατί δε βαραίνει το σώμα αλλά το μυαλουδάκι σου κι εν συνέχεια η καρδιά σου που μαθαίνει να αγαπάει μόνο υπό συνθήκες κι όχι αυθόρμητα.
Αφού όμως ο χρόνος γυρίζει πίσω μόνο στη φαντασία και στα όνειρά μας, ας κάνουμε το παν για να επαναφέρουμε στη ζωή την σπουδαία και τόσο δυσεύρετη αθωότητα. Αυτή που καθαρίζει την ψυχή και κάνει τα μάτια να χαμογελούν. Ακριβώς όπως των παιδιών.
Επιμέλεια Κειμένου Γεωργίας Χατζηγεωργίου: Σοφία Καλπαζίδου