Προσπαθώ να καταλάβω τι μου έχει λείψει από σένα.
Ένα χρόνο μετά κι ενώ όλοι ήμασταν ήσυχοι πως όλα τελείωσαν επιτέλους, εσύ εμφανίστηκες. Διακριτικά όπως πάντα. Φυτεύοντάς μου ακόμα περισσότερα ερωτηματικά από κάθε άλλη φορά που εμφανιζόσουν κι επέστρεφες.
Ναι, είναι ένα απ’ τα χόμπι σου, να φεύγεις και να έρχεσαι. Κι εγώ πάντα να σε καλοδέχομαι. Λες και δε γίνεται να κάνεις –να κάνουμε– αλλιώς. Λες κι έτσι πρέπει να είμαστε εμείς. Μια μαζί και δέκα χώρια. Λες και αυτή η μια φορά καλύπτει εκατοντάδες άδειες νύχτες και ανείπωτα λόγια.
Πάλι θα σε καλοδεχτώ. Το ξέρεις και το ξέρω. Κι ενώ το βλέπω ξανά το λάθος να έρχεται με δρασκελιές, δε θα κάνω πίσω. Σε περιμένω. Ευτυχισμένη μέσα στη γνώση μου- την άγνοια την ξεπέρασα αφού σ’ έμαθα πια.
Αυτή τη φορά όμως θέλω να έρθεις αλλιώς. «Θέλω να ‘ρθεις και να με βρεις, να κάτσεις να τα πούμε». Να μη ζούμε αδιάφορα, να νιώσουμε για λίγο παράφορα, όπως τότε. Θέλω να έρθεις και να μιλήσουμε. Να μου λες πως θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο κι εγώ να ξεχνάω για λίγο τον κυνισμό μου, να σε πιστεύω και να σε υποστηρίζω.
Μόνο μαζί σου χάνω την τετράγωνη, πεζή λογική μου και πιστεύω στα θαύματα. Επί της ουσίας ρομαντική –όχι με ροζ τριαντάφυλλά και φλεγόμενα ηλιοβασιλέματα– αλλά καβάλα στο άλογο να πολεμάμε ανεμόμυλους. Βάφτισέ με Δουλτσινέα, λύσε μου τα μάγια και πάμε να φύγουμε.
Πριν όμως θέλω να κάνουμε μία απ’ αυτές τις όμορφες, τις βαθιές μας συζητήσεις, ο ένας απέναντι απ’ τον άλλο. Τα μάτια μου μέσα στα δικά σου μπας και προλάβουν να κλέψουν καμιά σκέψη σου πριν βγει απ’ τα χείλη. Να σε χαζεύω κι εσύ να με φλερτάρεις με κάθε σου λέξη, λες και γνωριζόμαστε τώρα.
Να μπαίνω τρέχοντας στον κόσμο σου, πριν με κλείσεις πάλι απέξω κι οχυρωθείς στο καβούκι σου κι εγώ να σε αφήνω να σουλατσάρεις ανενόχλητος στο δικό μου. Έτσι κι αλλιώς τα ξέρεις όλα, στα είπα όλα. Αλλά πάντα θα τρελαίνεσαι να τα ξανακούς κι εγώ να στα ξαναλέω.
Να σου πω πώς το φαντάζομαι; Δεν θα είναι νύχτα, θα είναι απόγευμα, με το πιο γλυκό, αυγουστιάτικο φως, θα σου ανοίξω την πόρτα μαζί με την καρδιά μου και θα μου κάνεις την πιο σφιχτή σου αγκαλιά, να μου κοπεί η ανάσα.
Θα χωθούμε στον καναπέ, εγώ όπως πάντα οκλαδόν στη μια γωνία κι εσύ στην άλλη. Δίπλα μας τασάκι, παγωμένο νερό κι ελληνικός καφές. Θα βάλω και το cd σου να παίζει, εκείνο που ακούγαμε στις βόλτες μας.
Ξεκίνα. Μίλα μου. Τι έκανες ένα χρόνο; Θέλω να τα μάθω όλα. Μπορεί να σε διακόψω για καμιά αγκαλιά, αλλά μη μασήσεις, συνέχισε. Θέλω να ακούσω και τις πιο άχρηστες λεπτομέρειες. Θα σου πω κι εγώ όλα αυτά που μάζεψα αυτούς τους μήνες και τελικά τα μάζευα για να τα μοιραστώ μαζί σου. Για το νέο σπίτι, τη Θεσσαλονίκη, το ξεσκαρτάρισμα ανθρώπων και συναισθημάτων, τη γαλήνη που επιτέλους βρήκε το δρόμο.
Έλα κι ας φύγεις μετά. Το δικό μας «για πάντα» διαρκεί πάντα μερικές ώρες. Ε και;