Στον πρώτο μου χωρισμό, καμιά δεκαριά χρόνια πριν, είχα κυριολεκτικά, πέσει στα πατώματα.
Το Jack Daniels ήταν το νερό μου και οι ζωντανές εκτελέσεις σκυλοκαψουροτράγουδων, η μόνη εκτόνωσή μου.
Ξέρετε ποια τραγούδια εννοώ, αυτά που κάτι κακόμοιρες τύπισσες πέφτουν στα γόνατα και παρακαλάνε τον άλλο να γυρίσει πίσω, χτυπάνε τις πόρτες τα ξημερώματα και βγαίνουν με σκισμένα νυχτικά και τουμπανιασμένα μάτια απ’το κλάμα στους δρόμους και τρέχουν σαν τρελές. Αυτά τα τραγούδια, λοιπόν, έχουν υπάρξει σωτηρία για πάρα πολύ κόσμο.
Βέβαια, αυτό είναι το πρώτο μουσικό στάδιο. Το επόμενο συνεπάγεται λίστα βουλιαγμένη στα ξένα καταθλιπτικά, που θες να κόψεις όλες σου τις φλέβες και το τρίτο αφορά τα κομμάτια που σου θυμίζουν την σπουδαία αυτή σχέση.
Η αλήθεια είναι ότι με κάποιο μαγικό τρόπο, όλα αυτά τα κλαψομούνικα άσματα σε ανακουφίζουν. Ξέρεις ότι είναι λάθος, ότι τα δάκρυα θα ρέουν ποτάμια, ότι θα σπάσεις σίγουρα κάποιο κουζινικό κι όμως, θα κάτσεις να τα ακούσεις, να κλάψεις και να πιεις, μέχρι να λιποθυμήσεις στον ύπνο. Το πέρασα, το πέρασες, το πέρασε.
Η μόνη λογική εξήγηση, για να χωθείς σε τέτοια άρρωστα κλίματα, είναι ότι όσο πιο βαθιά και με τα μούτρα πέφτεις στη θλίψη, τόσο πιο γρήγορα γίνεσαι καλά.
Αυτή είναι η πιο ιδιάζουσα μορφή ομοιοπαθητικής που κάνει τους ειδικούς να σηκώνουν χέρια και πόδια: όσο πιο βαρύς είναι ο νταλκάς, τόσο το καλύτερο.
Βράδια με ξύδια, γαρύφαλλα, χαρτοπετσέτες και ημίγυμνες φάλτσες τραγουδιάρες, για παράδειγμα, μπορούν να αποδειχτούν βάλσαμο, για τη ραγισμένη καρδιά του εκάστοτε χωρισμένου, ειδικά σε ένα μαγαζί που όλοι πονάνε.
Αν δεν σηκωθείς να χορέψεις και να λούσεις τον αοιδό με μαραμένα λουλούδια, πως θα ξεσπάσεις;
Βοηθάει, βέβαια και το λιώσιμο σε ξύλινες μπάρες σκοτεινών μπαρ, γεμίζοντας τασάκια, αδειάζοντας ποτήρια και ακούγοντας Roxette και Berlin, εξιστορώντας όλο τον πόνο σου στον κακομοίρη τον μπαρμαν.
Κατά τ’ αλλά, όμως, το καλύτερο φάρμακο απ’ όλα είναι οι μαζώξεις σε σπίτια πληγωμένων καψούρηδων. Αντί για γλυκά, παίρνεις μια κούτα χαρτομάντηλα, παγωτό και τις επιτυχίες του Γιάννη Πάριου και ξεκινάει το «θάψιμο» με βρισιές, κλάματα και κρασί, στον πρώην.
Βέβαια, όλες οι παραπάνω περιπτώσεις προϋποθέτουν καλούς φίλους, οι οποίοι διακριτικά, θα απομακρύνουν απ’τα χέρια μας κινητά τηλέφωνα και tablet, έτσι ώστε ο πρώην να μη λάβει μεθυσμένα και ανορθόγραφα ρεφραίν στις 5 το πρωί και χάσουμε κι εμείς την τελευταία σταγόνα αξιοπρέπειας, που μας έχει απομείνει.
Σαν λαός, η καψούρα είναι το φόρτε μας.
Πεθαίνουμε να δίνουμε και να παίρνουμε πόνο, ως άλλοι drama queens που είμαστε και η μουσική πάντα φέρνει εις πέρας αυτόν τον σκοπό.
Ξύνουμε την πληγή, ρίχνουμε αλατάκι και το απολαμβάνουμε, όσο αλλοπροόσαλλο και αν είναι αυτό.
Το μελωδικό αυτομαστίγωμα είναι η λύτρωσή μας και όπως λέει και το γνωστό τσιτάτο: να’μαστε καλά, να γινόμαστε χάλια.