Βαρέθηκα να το βλέπω αυτό το παλιοσώβρακο.
Πρέπει να βρω μια σταθερή κρυψώνα και να το θάψω εκεί για πάντα. Και γιατί δεν το πετάω, θα αναρωτιέστε. Είναι το τελευταίο που είχε μείνει ξεχασμένο στο καλάθι με τα άπλυτα όταν ο Γιάννης έφυγε απ’το σπίτι.
Ένας χρόνος χώρια, πέντε μαζί. Όχι, δεν πήγαινε άλλο. Που να πάει και πώς;
Δύο θέλει μια σχέση. Όχι έναν που να βγάζει τη «δουλειά» των δύο. Και αυτά δυστυχώς εμπειρικά τα καταλαβαίνεις.
Ο Γιάννης ήταν αυτό που όλες οι γυναίκες θέλουν. Έτσι μου έλεγαν δηλαδή. Και μάλλον έτσι ήταν. Το έβλεπα, το καταλάβαινα, δεν το ένιωθα.
Ο έρωτας τυφλώνει. Σου καίει τα μάτια για να μη βλέπεις τίποτα. Έτσι έγινε και με το Γιάννη. Τυφλώθηκε.
Όχι, δεν υπήρξα ποτέ ερωτευμένη μαζί του.
Τον αγαπούσα, ακόμα τον αγαπώ, αλλά όχι, ερωτευμένη δεν υπήρξα ποτέ.
Και κάπου εκεί αρχίζει το λάθος μου. Αυτό που δε μ’αφήνει να κοιμηθώ ένα χρόνο τώρα. Αυτό που πλήγωσε το Γιάννη. Και τον άλλαξε.
Ήταν η πρώτη φορά που μπήκα στη θέση του θύτη. Και πιστέψτε με, είναι πολύ χειρότερη απ’αυτή του θύματος. Ο θύτης παλεύει με τις πράξεις και τις τύψεις του αλλά και όλους τους γύρω του. Σε κάθε στιγμή που θα αδειάσει το μυαλό του παραμονεύει ένα «αν» κι ένα «ίσως».
Και είναι φρικτό.
Ο Γιάννης είναι ένα διαμάντι. Η ψυχή της παρέας. Πάντα εκεί για τους φίλους του, πάντα δίπλα στον έρωτά του. Ο πιο δοτικός άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Ο πιο όμορφος.
Μέσα έξω.
Θύμαμαι κάθε λεπτομέρεια εκείνης της απαίσιας μέρας.
Κυριακή απόγευμα, είχαμε γυρίσει απ’το σπίτι των γονιών μου. Το σκεφτόμουν πολύ εκείνες τις μέρες, το πώς θα λήξω αυτό το θέατρο του παραλόγου. Χωρίς να τον πληγώσω φυσικά.
Γίνεται; Όχι, δε γίνεται.
Οι άντρες όταν είναι ερωτευμένοι είναι τα πιο εύθραυστα πλάσματα στη γη.
Κρύσταλλα που μια γρατζουνιά θα τα ραγίσει.
Πάει να με αγκαλιάσει, «πρέπει να σου μιλήσω», του λέω.
«Σε ακούω».
«Γιάννη συγχώρεσε με. Δεν αντέχω άλλο. Δεν είμαι ερωτευμένη μαζί σου, δεν ήμουν ποτέ. Ήρθες στη ζωή μου σα δώρο. Στη χειρότερη φάση μου. Και γι’αυτό θα σου είμαι πάντα ευγνώμων. Μα δεν αντέχω άλλο. Σου ζητώ να με συγχωρέσεις που δεν είχα τα κότσια να στο πω τόσα χρόνια. Που σε άφηνα να πιστεύεις πως κι εγώ είμαι ερωτευμένη μαζί σου κάθε φορά που τελειώναμε μαζί. Κι αυτό ψέμα ήταν».
Με αγκάλιασε τόσο σφιχτά που νόμιζα πως θα έσπαγα κι εγώ μαζί του. Κλάψαμε μαζί.
Ένα ποτάμι δάκρυα και αναμνήσεις.
«Σε παρακαλώ πες κάτι. Φώναξε. Βρίσε. Με κάνεις και αισθάνομαι ακόμα χειρότερα».
Δεν έβγαλε κουβέντα. Έμεινα στο σαλόνι κι έτρωγα τα νύχια μου όσο εκείνος έφτιαχνε τα πράγματά του.
Έτσι απλά έφυγε. Αθόρυβα και ευγενικά όπως πάντα. Έχω να τον δω ένα χρόνο κάι κάτι ψιλά. Είναι και μεγάλη η πόλη μας. Αν θες να αποφύγεις κάποιον, μπορείς.
Τον έχω δει μόνο σε κάτι φωτογραφίες απ’αυτές που κυκλοφορούν στο facebook από βραδυνές εξόδους. Άλλαξε και στέκια και παρέες.
Όπως και να’χει εγώ αρνούμαι πεισματικά και μαζοχιστικά να πετάξω αυτό το κώλοσώβρακό του. Και θα σταματήσω να το κρύβω πια.
Θέλω πάντα να θυμάμαι το λάθος μου.
Όχι κουκλίτσα μου, με ερωτευμένους άντρες δεν παίζεις ούτε για πλάκα, ούτε από ανάγκη, ούτε για κανένα λόγο. Γκέγκε; Κατακόκκινο stop, απαγορευτικό. Πώς αλλιώς να στο πω;