Η Κάτια ήταν ερωτευμένη από τότε που θυμάται τον εαυτό της. Με όλους και με όλα.
Με τα ζώα, με τη μαμά της, με τα αγόρια, με τη μουσική, με τα ταξίδια ή έτσι νόμιζε τουλάχιστον.
Ώσπου ένα βαρετό και ήσυχο βράδυ μπήκε στην ζωή της, εκείνος.
Ο Τάσος ήρθε σαν ένα τεράστιο, άγριο κύμα, να της διαλύσει τα πάντα.
Ήταν ο Έρωτας. Ο ατόφιος.
Είχε σάρκα και οστά και δεν τον είχε ξανασυναντήσει ποτέ ως τα 26 της χρόνια. Αφέθηκε σε αυτόν.
Πρώτη φορά ένιωθε ολοζώντανη. Οι αισθήσεις της είχαν χτυπήσει κόκκινο.
Κι όπως σε κάθε παραμύθι, κάποια στιγμή ο δράκος θα έκανε την εμφάνισή του.
Μόνο που ο δικός τους δράκος, ήταν πιο ύπουλος και πιο καταστροφικός από όσους είχε συνηθίσει να συναντά ως τότε.
Ο Τάσος ήταν τοξικομανής, «καθαρός» δυο χρόνια όταν την γνώρισε.
Της το είπε. Κάπου ανάμεσα σε φιλιά και σε ερωτόλογα.
Κι εκείνη το άκουσε, αλλά δεν το πολυκατάλαβε, μιας και η μόνη σχέση που είχε με τα ναρκωτικά ήταν το Trainspotting και το Requiem for a dream.
Ήταν το τέλειο ζευγάρι. Ο κόσμος είχε φτιαχτεί γι’αυτούς τους δύο.
Η συγκατοίκηση ήταν επιτακτική ανάγκη, αφού δεν άντεχαν ο ένας μακριά απ’την αγκαλιά του άλλου.
Όλα πήγαιναν όπως τα είχαν ονειρευτεί.
Με ατελείωτα φιλιά και παθιασμένο έρωτα.
Με ερωτικά post it στο ψυγείο για καλημέρα και ροδοπέταλα στο κρεβάτι.
Ο Τάσος μένει άνεργος. Όλο το οικονομικό φορτίο πέφτει στην Κάτια.
Αλλά για ποιο φορτίο μιλάμε; Αφού είχε τον έρωτά της, τα είχε όλα.
Μαζί με την ανεργία του επέστρεψαν και κάποιες τοξικές αναμνήσεις απ’το πρόσφατο παρελθόν.
Ξανακύλησε. Δειλά και κρυφά στην αρχή, προκλητικά και φανερά, στη συνέχεια.
Τα ατελείωτα φιλιά, έγιναν παρακάλια για 5-10 ευρώ, τα ερωτικά post it βρέθηκαν στα σκουπίδια και τα ροδοπέταλα, κατέληξαν αγκάθια.
Και καθώς εκείνη τον αγαπούσε ακόμη, αποφάσισε να παλέψει με το δράκο κι ας ήξερε οτι ο αγώνας ήταν άνισος.
Δύσκολα ξεφεύγεις απ’τον εφιάλτη. Θέλει απόφαση, πυγμή και να χτυπήσεις γροθιά στο τραπέζι.
Κι ο Tάσος δεν τα διέθετε.
Αναμενόμενο ήταν, ότι η Κάτια θα έχανε. Και τη μάχη και τον έρωτα κι εκείνον.
Κυρίως όμως, έχασε την πίστη της, στον Έρωτα, στους ανθρώπους, σε όλα.
Κι αυτό ήταν και το πιο βαρύ φορτίο αυτής της ήττας.
Κατάφερε να την ξαναβρεί μερικά χρόνια μετά.
Όταν οι πληγές είχαν επουλωθεί και η μνήμη είχε θολώσει. Ο μόνος τρόπος για να προχωρήσει ήταν να ξεχάσει τις αρχικές καλές στιγμές τους.
Με δυσκολία τα κατάφερε.
Τα παράσημά της, δυο-τρείς ρυτίδες και μερικές λευκές τούφες στα μαλλιά.
Η καρδιά της άρχισε να χτυπά ξανά κι ας κάηκε ένα κομμάτι της.
Τα μάτια της έλαμψαν όπως μερικά χρόνια πριν, τότε που νόμιζε πως ήταν ερωτευμένη με όλους και με όλα.
«Το ζήσαμε κι αυτό» λέει και τσουγκρίζει το ποτήρι της στην υγειά των νέων αναμνήσεων που θα φτιάξει.