Έλεγε συνέχεια πως γεννήθηκε για να ταξιδεύει. Με αεροπλάνα, καράβια, τρένα, αυτοκίνητα και μηχανές. Να φεύγει. Όχι για να ξεφεύγει, αλλά για να ανοίγει το μυαλό της.

Να σπάει τα σύνορα του μικρόκοσμού της, να βλέπει τι γίνεται παραέξω.

Δεν ήθελε να ταξιδεύει τουριστικά. Ήθελε να ζει τους τόπους, σα ντόπια. Να βουτάει στην καθημερινότητα της κάθε πόλης, του κάθε νησιού, των κατοίκων.

Έφευγε με πρώην, νυν, φίλους, φίλες αλλά και μόνη με την πρώτη ευκαιρία, με δύο τζιν, τρεις μπλούζες και κανένα φουστάνι. Μια βαλίτσα που χωρούσε τα βασικά και τη γεμάτη της καρδιά σε κάθε επιστροφή στη βάση.

Προτιμούσε να περάσει λιτά μερικούς μήνες για να καταφέρει να ταξιδέψει.

Να πιει καφέ στη Μονμάρτη και να ακούσει όπερα στη Βιέννη. Να αλητέψει στη Θεσσαλονίκη, να βολτάρει στην Κερκίνη, να αγοράσει βοτάνια απ’την Πορταριά, second hand ρούχα, βινύλια και βιβλία απ’τις Βρυξέλλες και το Μοναστηράκι, σουμάδα και ηφαιστειακές πέτρες απ’τη Νίσυρο.

Δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει τους ανθρώπους που δεν ταξιδεύουν. 

Που μένουν πέτρες ακίνητες και χορταριασμένες στο ίδιο σημείο.

Που δήλωναν ικανοποιημένοι χωρίς να έχουν να δει τίποτα.

Ήταν στ’αλήθεια έτσι ή απλά δεν έχουν μέτρο σύγκρισης και επαναπαύονται στα δεδομένα τους;

Ίδια βλέμματα, ίδιοι δρόμοι, ίδιος ουρανός κάθε μέρα, για όλα τα χρόνια της ζωής τους. Μα πώς;

Τα ταξίδια είναι η μόρφωση και η προίκα μας. Αυτό πίστευε και το τηρούσε.

Είχε γνωρίσει πολλούς αμόρφωτους, απαίδευτους  και «φτωχούς» ανθρώπους με
τρία-τέσσερα πτυχία κορνιζαρισμένα σε τοίχους γραφείων και σαλονιών.

Το πνεύμα και το ρημάδι το μυαλό ανοίγει αφού ανοίξουμε τα μάτια μας.
Αφου κοιτάξουμε γύρω μας και ακόμα πιο μακριά και συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είμαστε μόνοι. Αφού απελευθερώσουμε την αντίληψή μας  από κάθε μικροαστική νοοτροπία. 

Αυτό γίνεται ακόμα πιο δύσκολο με τα άλλα, τα φανταστικά ταξίδια. Τα ταξίδια που γίνονται με μέσο τη μουσική, τα βιβλία, το νου. 

Οι άνθρωποι που ταξιδεύουν είναι αχόρταγοι συλλέκτες αναμνήσεων και στιγμών. 

Η συλλογή τους μεγαλώνει κάθε που βγάζουν ένα εισιτήριο ή γεμίζουν το ντεπόζιτο με βενζίνη.

Συνήθως δε χρειαζονται  φωτογραφική μηχανή. Στο μυαλό τους είναι αποθηκευμένα τα πάντα. Βροχές, παραλίες, μουσεία, παζάρια με αντίκες, υπόγεια μπαράκια με σπιτική sangria, αγκαλιές καλωσορισμάτων και αποχαιρετισμών σε σταθμούς μετρό και σε αεροδρομίων.

Χαμογελούν σαν παιδιά όποτε φτιάχνουν βαλίτσα και κλαίνε με μαύρο δάκρυ όταν την αδειάζουν.

Οι αναμνήσεις τους δρουν σα φάρμακο μέχρι το επόμενο φευγιό, μέχρι να αποφασίσουν τον προορισμό και να μελετήσουν το χάρτη.

Δεν ψάχνουν για Ιθάκη μόνο για δρόμους ανοιχτούς.

 

Συντάκτης: Γεωργία Χατζηγεωργίου