Ποτέ μου δε συμπάθησα τα «ψώνια». Κι όλο πάνω τους πέφτω. Είναι και πολλά βλέπετε.
Mικρό νησί η Ρόδος, μικρή χώρα και η Ελλάδα.
«Ψώνια» για την εμφάνιση, «ψώνια» για τις γνώσεις, hipster «ψώνια», πλούσια «ψώνια», «ψώνια» για τη διαφορετικότητα που νομίζουν πως έχουν, «ψώνια» καταγωγής, «ψώνια» για όλα αυτά μαζί (μη σου τύχει), «ψώνια» παντού ανάμεσά μας.
Εκτός απ’την αντιπάθεια που τρέφω για τη φυλή αυτή, πρέπει να παραδεχτώ ότι με σοκάρουν κιόλας. Μου είναι αδύνατο να καταλάβω πώς λειτουργούν.
Τί τρέφει την αρρωστημένη τους αυτοπεποίθηση; Τί σηκώνει τη μύτη τους τόσο ψηλά;
Ακόμα μεγαλύτερο σοκ μου προκαλούν τα ψωνισμένα πιτσιρίκια.
Δεκαοχτώ-δεκαεννιά ετών με θράσος, τουπέ και ύφος δέκα καρδιναλίων. Και όλα αυτά μέσα απ’το αυγό τους που δεν έσπασε ακόμα.
Μια απάντηση για όλα, μια εξυπνοξυνισμένη ατάκα για όλους.
Πότε και πώς πρόλαβαν να αναπτύξουν τέτοια συμπεριφορά;
Από πότε η μακριά γλώσσα θεωρείται μαγκιά;
Θυμάμαι και γελάω, μερικούς συμμαθητές μου απ’το σχολείο.
Γυμνάσιο και Λύκειο κυρίως, τότε αρχίζουν να αντιγράφουν γονείς, παρέες και τηλεοπτικά πρότυπα του κώλου.
Τους θυμάμαι να καυχιούνται για το αυτοκίνητο του μπαμπά και τα καινούρια Nike τους και να κοροϊδεύουν εμάς με τα σταράκια.
Τώρα που μεγάλωσαν καυχιούνται για το δικό τους αυτοκίνητο, την «ευτυχισμένη» οικογένεια και τη νέα γκομενίτσα που πηδάνε και κοροϊδεύουν εμάς που αρνούμαστε να μεγαλώσουμε.
Τα «ψώνια» ζουν για να τους βλέπουν και πεθαίνουν για τη βιτρίνα. Το φαίνεσθαι είναι σκοπός και κτίσμα ετών. Παλεύουν με νύχια και με δόντια για να φανούν και να δειχθούν.
Κι όταν δεν τους βλέπεις, πέφτουν στα πατώματα. Περιαυτολογούν μέχρι να σε δουν να κοιμάσαι.
Μοιάζουν πολύ με αυτούς που ζουν για το χειροκρότημα, μόνο που μειώνονται οι ανασφάλειες και υπερτερεί η υπεροψία.
Σε μαγαζιά και κλειστούς χώρους γενικά, φωνάζουν. Φωνάζουν την τιμή του «απίστευτου σούσι» που έφαγαν χθες βράδυ.
Σέρνουν την έρμη, την αυθεντική Louis Vuitton από τη μανικιουρίστα μέχρι τη λαϊκή.
Συμπεριφέρονται στους πάντες λες και είναι δούλοι τους.
Κοιτάζονται στον καθρέφτη και φτύνουν την πάρτη τους μη τυχόν και αυτοματιαστούν.
Είναι αυτοί που δε θα τσαλακωθούν ούτε τις απόκριες, θα μασκαρευτούν τον κρυφό τους πόθο, πρίγκιπες και πριγκίπισσες.
Το κακό με τα «ψώνια» είναι ότι ζευγαρώνουν μεταξύ τους και έτσι το είδος τους δε θα εξαλειφθεί ποτέ.
Το καλό είναι ότι κάνουν μπαμ από χιλιόμετρα και εσύ έχεις προλάβει να καλύψεις τα νώτα σου και να ξεκαρδιστείς στα γέλια. Άσε που δεν κινδυνεύεις. Εκτός κι αν τους μοιάζεις.
΄Ενα από τα θετικά της ριμάδας της κρίσης είναι ότι απομόνωσε τα «ψώνια» και τις θλιβερές παρέες τους. Τους έκοψε τον αέρα. Τους χαμήλωσε και λίγο τη μύτη.
Να ξεκαθαρίσω κλείνοντας πως συμφωνώ απόλυτα με τα λόγια του Jean-Paul Sartre περί μετριοφροσύνης και ταπεινότητας.
«Δεν πρόκειται να είμαι μετριόφρων. Ταπεινός, όσο θέλετε, αλλά όχι μετριόφρων.
Η μετριοφροσύνη είναι η αρετή των ξενέρωτων.»
Θέλει άντερα για να τα ξεχωρίσεις αυτά. Λοιπόν τί λες; Θα τα καταφέρεις;