146 μέρες μέχρι το καλοκαίρι. Έσβησε ακόμα ένα μήνα απ’το ημερολόγιό της.
Είναι κορίτσι του χειμώνα αλλά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια ανυπομονεί για το καλοκαίρι, όπως οι μαθητές στο σχολείο.
Να τα πάρουμε τα πράγματα απ’την αρχή και να σας προειδοποιήσω να ανοίξετε το μυαλό σας για το love story που ακολουθεί.
Ιούνιος 2000, ψυχρούλα το βράδυ, δεν έχουν πιάσει ακόμα οι καλές ζέστες.
Η Μαρία με αέρινο φόρεμα και ζακέτα ανά χείρας σουλατσάρει στο Θησείο.
Έχει ραντεβού με τα υπόλοιπα παιδιά της σχολής, αποχαιρετιστήριο ποτάκι πριν φύγουν για τα μέρη τους. Στην παρέα κι ένας καινούριος, ο Βασίλης, φίλος φίλου που ήρθε απ’την Αγγλία. Έμενε εκεί μόνιμα, μετά τις σπουδές του.
Δε θα μπω σε λεπτομέρειες για να μη γίνω αηδιαστικά ρομαντική, πάντως μιλάμε για έρωτα με την πρώτη ματιά, την πρώτη λέξη, το πρώτο χαμόγελο.
Το επόμενο πρωί η Μαρία προσπαθούσε να συνέλθει απ’το hangover, μ’έναν κουβά καφέ.
Έφτασε Πειραιά με την ψυχή στο στόμα και μπήκε στο πλοίο για Σύρο.
Οι πρώτες τρεις μέρες πέρασαν οικογενειακά, με βουτιές, βιβλία και μεζέδες.
Την τέταρτη μέρα καθώς περπατούσε στο λιμάνι με την κολλητή της, ένιωσε ένα χτύπημα στην πλάτη και όταν γύρισε να δει ποιός είναι, αναψοκοκκίνησε ολόκληρη.
Ο Βασίλης στη Σύρο. Μια δουλειά για το καλοκαίρι τον έφερε εκεί, όπως της είπε. Η αλήθεια ήταν πως καιγόταν να τη δει.
Μέχρι τον Αύγουστο που χωρίστηκαν ήταν κάθε μέρα μαζί. Αγκαλιές, χάδια, «καβούρια και φιλιά», Β+Μ= love.
Ο καλοκαιρινός, ανάλαφρος και παθιασμένος έρωτάς τους, συνεχίζεται ακόμα. Ζει και βασιλεύει και φέτος τον Ιούνιο θα κλείσει τα δεκαπέντε του χρόνια.
Ο Βασίλης και η Μαρία σαραντάρησαν πια, στη Σύρο όμως θα είναι πάντα εικοσιπέντε.
Είναι προσωπική τους υπόσχεση να μην αφήσουν να «πεθάνει» το παραμύθι.
Mια υπόσχεση πάνω από γάμους και λοιπές σχέσεις. Πάνω από ψέματα και δικαιολογίες.
Δε θέλουν να το σταματήσουν. Είναι το μόνο «για πάντα» που ακολουθούν τυφλά.
Επέλεξαν να κρατήσουν «καλοκαιρινή» αυτή την ιδιότυπη σχέση.
«146 μέρες ακόμα, φιλενάδα. Δεν ξέρω πώς να στο περιγράψω. Τα λόγια δε χωράνε όλο αυτό που συμβαίνει τόσα χρόνια. Είναι όλα τόσο όμορφα και μαγικά.
Δεν υπάρχουν υποχρεώσεις και δεσμέυσεις. Δε θα τσακωθούμε για το ποιος θα πετάξει τα σκουπίδια, ούτε για το ποιός ξέχασε το θερμοσίφωνο αναμμένο. Δε θα τρέχω σαν την τρελή να του σιδερώσω το γιακά απ’το πουκάμισο, ούτε θα μου φωνάξει για τη γρατζουνιά στο αριστερό φτερό του αυτοκινήτου. Δύο μαγιό, μερικά εσώρουχα και τρία παρεό στο βαλιτσάκι. Ούτε βιβλίο, ούτε κινητό, ούτε μουσικές. Αυτός, εγώ και η Σύρος μας.
Δύο βδομάδες σαν Κυριακές. Αυτή τη γοητεία των καλοκαιρινών ερώτων δεν μπορεί να τη συναγωνίστει ούτε η καλύτερη σχέση», μου έλεγε η Μαρία στον καθιερωμένο μας καφέ της Κυριακής κι ανακατεύει το φραπέ της με το χιλιοδαγκωμένο καλαμάκι της.
Μου εξομολογήθηκε το μυστικό της και μου ζήτησε να γράψω γι’αυτό.
Την άκουγα σοκαρισμένη, για να είμαι ειλικρινής· αλλά και με μια μικρή δόση καλοπροαίρετης ζήλιας.
Δεν τα πάω καλά με τις ρομαντζάδες και τα «για πάντα». Ποτέ δεν τα πήγαινα.
Μωρέ λέτε να υπάρχουν αληθινά παραμύθια;