Αγάπη. Συχνά μιλάμε γι’ αυτή, όμως, το ίδιο συχνά τη βιώνουμε; Γιατί πολλές φορές είδαμε να θεριεύει μέσα μας μια αγάπη γεμάτη με μίσος, ζήλια, φόβο, συμφέρον, κενό κι ανασφάλεια. Εάν λοιπόν θελήσουμε να είμαστε ρεαλιστές, τότε δε θα μπορούσαμε σε καμία των περιπτώσεων να δώσουμε στην αγάπη αυτού του είδους την αμφίεση. Κι αν θελήσουμε να εμβαθύνουμε λιγάκι, τότε θα καταλάβουμε πως οι παραπάνω όροι δεν ντύνουν την έννοια της αγάπης αλλά είναι το αποτέλεσμα της απουσίας της.
Τελικά μήπως “όλα για μια αγάπη γίνονται”; Και, μήπως, στο τέλος βρισκόμαστε εγκλωβισμένοι μέσα στον πόλεμο της ίδιας της αγάπης μας; Η απάντηση είναι, μάλλον, καταφατική. Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από το υποκείμενο και το αντικείμενό της, γύρω από την απουσία ή την παρουσία της. Και το κατά πόσο τελικά τη βιώνουμε -κι εδώ μιλάμε, όχι μόνο για το πόση παίρνουμε από τους άλλους αλλά και για το κατά πόσο πραγματικά τη νιώθουμε μέσα μας- είναι κι αυτό το οποίο μας δημιουργεί συναισθήματα ασφάλειας ή ανασφάλειας. Άρα, λοιπόν, οι συνιστώσες είναι δύο, ώστε να καταφέρουμε να μιλήσουμε για εσωτερική πληρότητα όταν αγαπάμε κι αγαπιόμαστε.
Τα πράγματα, θεωρητικά, βαίνουν καλώς αν είσαι από τους τυχερούς και την απολαμβάνεις στο σύνολό της. Τι συμβαίνει όμως στην αντίθετη περίπτωση; Εκεί είναι το σημείο που ξεκινά η μάχη. Παλεύουμε με τους άλλους «γιατί δε μας αγαπούν». Παλεύουμε με το ίδιο το “εγώ” μας γιατί δεν μπορούμε να αγαπηθούμε (κι εδώ ίσως ξεχνάμε να σκεφτούμε το αν είμαστε αντίστοιχα σε θέση να αγαπήσουμε). Ξεκινάμε και δείχνουμε με το δάχτυλο τον εαυτό μας -πολλές φορές χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε- και τον κατηγορούμε, τον χτυπάμε και τον τιμωρούμε γιατί πιστεύουμε πως δεν είμαστε άξιοι να αγαπηθούμε.
Έχοντας λοιπόν κι εσύ αυτή τη νοοτροπία, σημαίνει πως μαζί με σένα, χτυπάς ταυτόχρονα κι όποιον επιχειρήσει να σε αγαπήσει και φωνάζεις “εγώ γιατί να μην μπορώ;” ή “εγώ γιατί να μην το αξίζω;”. Τότε όμως, ξεχνάς ότι το “να αγαπιέσαι” είναι μια παθητική διαδικασία, πράγμα που σημαίνει πως δεν απαιτεί να ξοδέψεις την παραμικρή ενέργεια. Σε αντίθεση το να αγαπάς, που είναι ρήμα ενεργητικής φωνής και διάθεσης. Άρα, ίσως θα πρέπει να αναλογιστείς, αν το κυρίως ζήτημα είναι να νιώθεις ότι δεν έχεις τον έλεγχο, ή να νιώθεις πως διαρκώς εσύ έχεις τον έλεγχο.
Όλο αυτό το σκεπτικό ίσως να έρχεται σε αντίθεση με την ολιστική έννοια της αγάπης, η οποία δεν πονάει, δεν πληγώνει, δε χτυπάει, δεν εκβιάζει, δεν εγκλωβίζει, δεν απαιτεί, δε μειώνει, δεν προσβάλλει και δε σε εκθέτει σε κινδύνους. Άλλα αντίθετα, σε φροντίζει, σε προσέχει, σε αποδέχεται, σε προστατεύει, σε θεραπεύει, σε ενισχύει, σε πιστεύει, σε αγκαλιάζει, σου χαμογελάει, σε χαϊδεύει. Και το χάδι της αγάπης δε θα μπορέσουμε να το νιώσουμε όσο επιμένουμε να κρατάμε στη ζωή μας εκείνους που δεν το τιμούν ή κρατώντας κι εμείς μια άτιμη συμπεριφορά απέναντί της. Διότι, έστω ότι επιχειρεί κάποιος να μας προσφέρει αγάπη· όσο, δεν αγαπούμε τον εαυτό μας θα είναι σαν να προσπαθεί να γεμίσει ένα σπασμένο ποτήρι με νερό. Το αποτέλεσμα θα είναι πάντα το ίδιο. Το νερό θα χύνεται χωρίς να μένει ίχνος μέσα στο ποτήρι μας. Αυτό, δε σημαίνει, ωστόσο, πως δεν υπάρχει το νερό για να το γεμίσει. Ούτε σημαίνει πως δεν υπάρχει η ανάγκη μέσα μας να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Κανείς δε θέλει να είναι “άδειος”.
Εσένα που προσπαθείς να το βρεις και δεν μπορείς, εσένα που πολλές φορές μπορεί να κλαις γιατί δεν το ‘χεις, εσένα που σου λείπει το χάδι κι έχεις χορτάσει από τα “χαστούκια” θέλω να σου πω πως σε καταλαβαίνω. Αν είσαι τραυματισμένος, δώσε πρώτα χρόνο στις πληγές σου, ξεκίνα από το να χαϊδεύεις και να αγαπάς τα τραύματά σου. Η ίαση θα έρθει. Δεν είναι μακριά. Μαζί θα έρθει και η αγάπη σου και πίστεψέ με, τότε θα έρθει εκείνη να σε βρει. Κι έτσι, αβίαστα, θα φέρει ένα άρωμα ανάμεικτο από χαμόγελο και δάκρυ, σαν την γλυκόπικρη γεύση που έχεις την τάση-από φυσικού σου- να αγαπάς.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου