Γράφω στην αναζήτηση το όνομά σου. «Ο χρήστης δε βρέθηκε», λέει στην οθόνη και με μιας τα μάτια μου βούρκωσαν. Με πιάνει το παραπόνο και διαβάζω το τελευταίο μήνυμα που σου έστειλα. Ένα «γιατί;», που έμεινε στο «παραδόθηκε» κι από τότε δεν ξαναμιλήσαμε. Νιώθω σαν να έχασα τον προορισμό και τον προσανατολισμό μου.
Είναι κι εκείνο το ταξίδι που όλο κανονίζαμε και ποτέ δεν πήγαμε μαζί και μείναμε με το όνειρο. Ή μάλλον «έμεινα», γιατί δε νομίζω πως κάτι τέτοιο είναι πλέον επιθυμία σου. Κάθομαι στο δωμάτιο μόνη και διαβάζω κάτι σκόρπιους στίχους δικούς σου. Μπερδεμένες οι λέξεις σου, μπερδεμένη κι η σημασία τους και τα μηνύματα αμφίσημα.
Στο σπίτι επικρατεί σιωπή. Ξεκίνησα να περπατώ μήπως και καλύψω το κενό της ησυχίας με τα δικά μου βήματα. Δεν έχω κάπου να πάω, απλώς περπατώ. Σκέφτομαι πως μαζί σου δεν υπήρχε δρόμος που να μπορούσα να περπατήσω με ευκολία, μόνο κάτι μονοπάτια γεμάτα απόκρημνους γκρεμούς και μυτερά αγκάθια. Σκέφτομαι πως ορισμένες φορές πρέπει να απορρίπτεις τους δρόμους που σου δείχνουν οι άλλοι και να χαράξεις εσύ δικούς σου, μήπως και μπορέσεις επιτέλους να περάσεις απέναντι σώος.
Περπατώ και σκέφτομαι και μετά είπα να σου γράψω. Ώσπου έγραψα γύρω στα 1000 γράμματα. Κι όταν κατάλαβα πως δεν μπορούσες και δεν ήθελες να διαβάσεις ούτε ένα, τα μάζεψα όλα όπως ήταν, τα τσαλάκωσα και τα πέταξα. Και μαζί με τα γράμματα έφυγαν και κάτι κομμάτια της καρδιάς μου, αλλά αποφάσισα να μη θρηνήσω γι’ αυτά.
Δεν ήθελες να ακούσεις ούτε μια λέξη μου. Κι εγώ νόμιζα πως για εμένα ήσουν ο τελικός σταθμός και δε θα είχαμε τέτοια κατάληξη. Τελικά αποδείχτηκε πως ήσουν απλώς ένας ακόμη σταθμός στο μεγάλο μου ταξίδι, σε εκείνο που αποφάσισα να φτιάχνω πλέον τους δρόμους μόνη μου κι ας μου πάρει περισσότερο καιρό να προχωρήσω.
Θυμάμαι που μου έλεγες πως «όταν οδηγεί ο εγωισμός, χάνεται ο προορισμός» και τώρα κάθομαι και ζυγίζω να βρω ποιος ήταν τελικά ο πιο εγωιστής από τους δυο μας. Αυτός που παλεύει να αγαπηθεί με το έτσι θέλω ή αυτός που παλεύει να μη νιώσει τίποτα γιατί δεν μπορεί και φοβάται; Τελικά κατέληξα πως κι οι δυο το είχαμε το μερίδιο ευθύνης ίσο.
Μου είχες πει πως οι άνθρωποι δεν αλλάζουν και πως όταν αλλάζουν είναι άξιο αναφοράς. Εγώ έρχομαι να προσθέσω πως οι άνθρωποι δεν αλλάζουν επειδή το θέλησαν άλλοι. Ίσως γι’ αυτό κανείς μας δεν έκανε αλλαγές. Τώρα που είμαι μόνη μου το βλέπω καθαρά και θέλω να με αλλάξω επειδή δε μου κάνω εγώ για εμένα.
Αν όμως ο πόνος ήταν ο μοναδικός τρόπος για να μάθω αυτά που ξέρω τώρα, τότε δεν τη θέλω αυτήν τη γνώση. Θα προτιμούσα να σε είχα κοντά μου. Ανεπίδεκτη μαθήσεως, αλλά όποιος δεν είναι εσύ, ποτέ δε μου κάνει. Αν μου ζητούσες να περίμενα για όσο, θα περίμενα. Μόνο να ήξερα πως έρχεσαι. Θα τα παρατούσα όλους κι όλα να έρθω να σε βρω στο γνωστό μας στέκι.
Δεν ξέρω γιατί η πένα μου θέλει να αποτύπωνει πάντα στο χαρτί την ιστορία μας. Ίσως επειδή αυτά που γράφω στο χαρτί είναι η αλήθεια μου κι όλα αυτά που επιθυμώ. Και στο χαρτί μπορώ να είμαι ειλικρινής, γιατί εδώ που τα λέμε δεν υπάρχει και κάποιος να με κρίνει. Άσε που υπάρχει κι η ελπίδα κάπως κάπου, αυτό το χαρτί να φτάσει κάποτε στα χέρια τα δικά σου και να ακούσεις επιτέλους όλα αυτά που θέλω να σου πω. Σε όποιον δρόμο κι αν τρέχεις σήμερα, όποια γέφυρα κι αν περνάς με το αμάξι, αν διαβάσεις το χιλιοστό πρώτο γράμμα μου αυτό, τότε φτιάξε τον δρόμο σου να οδηγεί σε εμένα.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Κουτσουρά