Κάθε άνθρωπος, από τη στιγμή της γέννησής του έχει φυσιολογικά εξάρτηση από τη μητέρα του. Ωστόσο, παρατηρούμε πως παρά πολύ συχνά ο ομφάλιος λώρος δεν κόβεται ποτέ κι αυτό είναι κάτι που μπορεί να δημιουργεί είτε μικρά αλλά ακόμα και μεγάλα εμπόδια για τη ζωή του. Γιατί η εξάρτηση, όποιας μορφής κι αν είναι, δεν παύει να φέρει αρνητικό πρόσημο. Όπως και σε κάθε άλλη σχέση, έτσι και στη σχέση μητέρας και παιδιού, είναι αναγκαίο να υπάρχει υγιής σύνδεση.

Φυσιολογικά οι δεσμοί μητέρας παιδιού πρέπει να χαλαρώνουν όσο αυτό μεγαλώνει, ανοίγοντας τον δρόμο και τα φτερά ώστε να μπορέσει το παιδί να φτιάξει τη δική του ζωή μέσα στα πλαίσια μια υγιούς αγάπης. Το σενάριο αυτό συχνά ταυτίζεται με τα σενάρια επιστημονικής φαντασίας, βέβαια, ειδικά στην Ελλάδα, αφού εν τέλει η μορφή της μητέρας, συχνά, καταλήγει να εξουσιάζει και να κυριαρχεί στο μυαλό και στη ζωή αρκετών ανθρώπων ακόμα κι αν η ηλικία τους δε θα δικαιολογούσε κάτι τέτοιο.

Θα μπορούσαμε, επομένως, να ρίξουμε μια κλέφτη μάτια στο μυαλό ενός ανθρώπου που είναι κολλημένο με τη μαμά του. Έτσι, φράσεις που κυριαρχούν στη σκέψη του, είναι οι εξής:

 

«Πρέπει να ρωτήσω τη μαμά μου πριν το κάνω ή πριν αποφασίσω γι’ αυτό»

Ένας άνθρωπος εξαρτημένος, έχει την αίσθηση πως δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα, ν’ αποφασίσει ο ίδιος για τη ζωή του και να κάνει τις δικές του επιλογές. Δύσκολα παίρνει πρωτοβουλίες και συνεχώς καταφεύγει στη μαμά του για να ρωτήσει την άποψή της. Το αποτέλεσμα είναι να μη ζει τη δική του ζωή αλλά να ζει μια πραγματικότητα καθορισμένη από τις επιθυμίες και τις αποφάσεις της μητέρας του.

 

«Η μαμά μου είπε να το κάνω έτσι ή τι θα με συμβούλευε η μαμά σε αυτήν την περίπτωση»

Οι γονείς είναι αυτοί που βάζουν τις βάσεις της συμπεριφοράς ενός παιδιού. Οι συμπεριφορές που διαμορφώνει ένας άνθρωπος στην παιδική του ηλικία τον ακολουθούν σε ολόκληρη την πορεία της ζωής του. Έτσι, ο γονιός-καθοδηγητής συνεχίζει να παίζει αυτόν τον ρόλο για πολύ μεγαλύτερο διάστημα από αυτό που φυσιολογικά θα έπρεπε. Το άτομο λειτουργεί με βάση τις οδηγίες που του δίνει ο γονιός αλλά και με βάση αυτές που πιθανά θα του έδινε ακόμα και σε στιγμές που είναι απών, αφού η κατευθυντήρια αυτή φωνή συνεχίζει να συμβουλεύει το υποσυνείδητο του παιδιού ενδόμυχα και να κατευθύνει κατ’ αυτόν τον τρόπο τη δράση του.

 

«Η μαμά ξέρει τη λύση ή την απάντηση»

Η ταύτιση του γονιού με τον από μηχανής θεό που ξέρει τα πάντα, έχει τη λύση σε όλα τα προβλήματα αλλά και τα πάντα μπορεί να καταφέρει είναι μια από τις πεποιθήσεις που παραμερίζει την ανθρώπινη υπόσταση του γονιού και του δίνει μια επίπλαστη παντοδυναμία. Και προφανώς αυτό είναι κάτι που δεν ανταποκρίνεται στη σκληρή πραγματικότητα, αφού ο γονιός είναι ένας απλός κοινός θνητός με αδυναμίες, προσωπικά προβλήματα, πάθη και λάθη αλλά και με περιορισμένες δυνατότητες. Μα πόσο εύκολα το αγνοεί κανείς αυτό, βλέποντας τον γονιό του ως τον απόλυτο δημιουργό του, αυτόν που του έδωσε τη ζωή αλλά και τα απαραίτητα εφόδια για να ζήσει;

 

«Η μαμά έχει πάντα δίκιο»

Έτσι η μαμά δε θα μπορούσε να έχει ποτέ άδικο. Ακόμα κι όταν οι καταστάσεις είναι άσχημες, ακόμα κι όταν οι γνώσεις της είναι περιορισμένες και δεν της επιτρέπουν να γνωρίζει, ακόμα κι αν έχει κάνει λάθη ή έχει φυσικές αδυναμίες. Η μαμά δεν έχει ποτέ άδικο. Πόσο έντονη η ανάγκη ενός ανθρώπου να νιώθει ότι έχει δίπλα του τον άνθρωπο εκείνο που είναι ο αλάνθαστος οδηγός στη ζωή; Πόσο απότομα, πάλι, γκρεμίζονται οι προσδοκίες όταν τελικά συνειδητοποιείς πως η μαμά σου είχε ή έχει άδικο σε αρκετά πράγματα; Η πιο δυνατή η στιγμή της ενηλικίωσής σου είναι ακριβώς τότε, η στιγμή που σταματάς να βλέπεις τη μητέρα σου ως υπεράνθρωπο και ξεκινάς να την αντιμετωπίζεις σαν έναν άνθρωπο όμοιο με εσένα και με κάθε άλλον που σε περιτριγυρίζει.

 

«Τι θα πει η μαμά αν κάνω αυτό;»

Αυτή η επιβεβαίωση που παίρνεις από τη μητέρα σου κι από κάθε θετικό της νεύμα, όταν σου λέει πως πράττεις το σωστό, πως είσαι εντός των επιτρεπόμενων ορίων συμπεριφοράς, δε συγκρίνεται με καμιά άλλη επιβεβαίωση πάνω στον πλανήτη γη. Πόση πληρότητα να νιώσει κανείς από την απόλυτη αποδοχή κι έγκριση που παίρνει από τη μητέρα του; «Καλό παιδί» που κάνεις αυτό που «πρέπει», μην τυχόν και καταρρίψεις τις προσδοκίες μα κυρίως, για να μην αντιμετωπίσεις τις συνέπειες που θα έρθουν σε μια ενδεχόμενη λάθος επιλογή ή συμπεριφορά σου.

 

«Δεν μπορώ να ζήσω μακριά από τη μαμά μου»

Μεγάλη υπόθεση το αίσθημα της σταθερής βάσης. Πώς, αλλιώς να ζήσεις μέσα σε έναν κόσμο που δομείται πάνω στην ανασφάλεια; Ποια θα πρέπει να είναι η αρχή σου αν όχι η μητέρα σου που χωρίς αυτήν δε θα είχες ζωή, κι αν είχες ζωή μακριά της δε θα μπορούσες να επιβιώσεις; Κι αν από μικρό παιδί έμαθες να φοβάσαι τα τέρατα των παραμυθιών, μεγαλώνοντας η ζωή σου έδειξε πως περισσότερο επικίνδυνοι είναι οι άνθρωποι. Αναζητάς μανιωδώς, λοιπόν, τον άνθρωπο αυτόν που θα νιώθεις μαζί του ασφαλής, αυτόν που δε θα προδώσει τον κόσμο σου ακόμα και στη χειρότερη στιγμή της ζωής σου. Και πάνω απ’ όλους τους ανθρώπους ο άνθρωπος αυτός μάλλον φέρει το όνομα «μαμά».

Μαμάδες και παιδιά όλου του κόσμου, η εσωτερική ενηλικίωση είναι η στιγμή της συνειδητοποίησης πως ο μαγικός τούτος κόσμος ανήκει στον καθένα μας ξεχωριστά και πως τελικά είμαστε όλοι ίσοι. Έτσι μπορούμε να περπατάμε πιασμένοι χέρι- χέρι κι όχι ο ένας κρεμασμένος από τον άλλον. Ο δρόμος, όταν οι άνθρωποι συμβαδίζουν, είναι πιο ελαφρύς και πιο όμορφος από αυτόν που ο ένας κρέμεται στις πλάτες του άλλου, γιατί νομίζει πως δεν μπορεί να περπατήσει μόνος. Απολαύστε τον όπως είναι καλύτερο και περισσότερο υγιές και για τους δύο.

Συντάκτης: Έλενα Τσιολάκη
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη