Εκείνη παράτησε δηθενιές και καθωσπρεπισμούς. Θυμήθηκε πως είναι να νιώθεις τα αντρικά βλέμματα καρφωμένα πάνω σου. Χωρίς αμηχανία και τύψεις. Είχε βρει τη χαμένη αυτοπεποίθησή της.
Eκείνος καλοντυμένος, με την κολώνια του να δίνει το στίγμα από μακριά. Εκείνη την κολώνια που πάντα αμελούσε να βάλει. Μ’ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη, σκανάρει το μαγαζί μήπως κάνει τη βραδιά του πιο ενδιαφέρουσα.
Πίνει το ένα μετά το άλλο τα σφηνάκια και δε φοράει ρολόι.
Το κινητό και των δύο στην τσέπη κι αθόρυβο. Δεν περιμένουν κανένα μήνυμα, κανέναν έλεγχο. Καμία αναφορά δεν έχουν να δώσουν. Φανερά ανανεωμένοι κι ευδιάθετοι, διασκεδάζουν περικυκλωμένοι από φίλους. Μια έξοδος που φέρνει περισσότερο σε bachelor. Mόνο που αυτοί δε γιορτάζουν την επερχόμενη δέσμευση. Ακριβώς αντίθετα.
Είναι ολοφάνερο πως μόλις χώρισαν.
Απελευθερωμένοι, ανασαίνουν και παίζουν τριγύρω ελεύθερα. Μόνο το ταμπελάκι «διαθέσιμος» τους λείπει. Με τη σημείωση «διατίθεται προς πάσα χρήση και κατάχρηση».
Έτοιμοι και οι δύο να βγουν στο σεργιάνι για να σαγηνεύσουν το νέο τους εν δυνάμει ταίρι, έχουν ανοίξει τα φτερά τους σαν παγόνια για να εντυπωσιάσουν. Να ξανανιώσουν εκείνο το γνώριμο πετάρισμα στο στομάχι, να ξανακούσουν τον ήχο του κινητού με προσδοκία. Ήχος που πλέον δε θα τους θυμίζει το ενδεχόμενο ν’απολογηθούν για κάτι που δεν έκαναν καλά ή ακόμη χειρότερα αμέλησαν να κάνουν.
Τώρα δεν το σκέφτονται, αλλά εκτός από μια περίοδο με πολλά ξενύχτια, γερές δόσεις αλκοόλ και φλερτ να πλανάται στον αέρα, αυτό τους έλειψε. Γι’αυτό χώρισαν. Γι’αυτό μοιάζουν να γιορτάζουν το χωρισμό όμοια με αποφυλάκισή κι η εικόνα τους σε κάνει να αναρωτιέσαι αν είναι οι ίδιοι άνθρωποι.
Ο έρωτας, το τρέμουλο, η συγκίνηση. Αυτά τους λείπουν.
Η αγάπη; Nαι, υπάρχει, αλλά όλα αυτά τα ωραία που δε βαριέσαι ποτέ να ζεις, τα πήρε η συνήθεια και ο χρόνος. Ανεπιστρεπτί, όπως φαίνεται.
Πόσους δεν έχουν δει τα μάτια μας, μίζερους, βολεμένους στη σχεσούλα τους, πιστούς ή μη, να αφήνουν αδρανείς το χρόνο να κυλάει εις βάρος τους.
Κι όταν χωρίζουν τους συναντάς έξω με άλλον αέρα, με ψυχολογία διακοπών.
Τρομάζεις να τους αναγνωρίσεις.
Ξαφνικά σε βλέπουν. Έχουν όρεξη για χιούμορ. Χαιρετούν οποιονδήποτε κι αν περάσει, επισημαίνοντας με την πρώτη ευκαιρία το πόσο καλά είναι μετά το χωρισμό τους.
Ανεξάντλητοι κομπάρσοι, που έγιναν η ψυχή της παρέας. Έτοιμοι να ζήσουν την επόμενη μοναδική τους σχέση, στην οποία θ’αφιερωθούν, ώσπου να μπουχτίσουν.
Ώσπου η ιστορία τους να μοιάζει ξένη πάλι και το πρόσωπο με το οποίο ξυπνούσαν κάθε πρωί να γίνει μια γνώριμη φυσιογνωμία. Μια παλιά ανάμνηση, όμοια με φωτογραφία που τη θάμπωσε κι αυτή ο χρόνος.
Κι αναρωτιέμαι, είναι πάντα αυτή η δυστυχής κατάληξη μιας σχέσης ή δεν κάνουν όσοι φτάνουν σε αυτό το σημείο κάτι σωστά; Που φταίνε; Τι άλλαξε;
Γιατί όσα φωνάζει το μέσα τους ότι απουσιάζουν δεν τ’ ακούνε;
Τι είναι αυτό που στερήθηκαν τόσο πολύ και κάνουν σαν αλλοπαρμένοι μετά τον χωρισμό τους;
Γιατί δεν βγαίνουν μόνοι αν τους έλειψε τόσο;
Γιατί προτιμούν το «ηρεμία τάξη κι ασφάλεια» από το «τρέλα αυθορμητισμός κι έρωτας»;
Μήπως δεν είναι σωστή μια σχέση όταν είναι τρελή;
Πόσο καιρό έχουν να μεθύσουν σε μια παραλία με φωτιά και κρασί;
Να σκεφτούν το μήνυμα που θα στείλουν, να παίξουν με το μυαλό του άλλου ανυπομονώντας να λάβουν την απάντηση;
Να τον φιλήσουν παθιασμένα και όχι μ’ένα φιλί καληνύχτας βιαστικό; Όπως στην αρχή, μέχρι να μουδιάσουν τα χείλη τους.
Γιατί δεν κάνουν εκπλήξεις;
Γιατί επιτέλους μπαίνει αυτός ο άχαρος αυτόματος πιλότος;
Τι φταίει και οι μοναδικές στα μάτια τους σχέσεις γίνονται ίδιες στην αρχή και μετά αγγαρεία;
Μια στοίβα ενοχικά «γιατί» που μπερδεύτηκαν με λίγα καθαρά «φοβάμαι».
Ένα μπαλόνι κόκκινο που ξανάγινε φούσκα. Ένα παθιασμένο ζευγάρι που μετατράπηκε σε δυστυχείς, φυλακισμένους σε μια ερωτική ιδιοκτησία που βιάζονται ν’αποτινάξουν για να νιώσουν πάλι όπως πρώτα. Μα ξέχασαν ότι δεν τους επέβαλλε κανείς να είναι μαζί. Κανένας κανόνας, καμία δέσμευση να δεσμευτούν.
Ήταν αυτοί, που από την πρώτη ματιά ένιωσαν ηλεκτρισμό. Κι ήταν οι ίδιοι που επέτρεψαν στους εαυτούς τους ν’αλλάξουν. Να φθαρούν.
Κι όταν μετά από καιρό επανήλθαν, έχασαν άλλη μια σχέση. Πλήρωσαν το τίμημα της αδράνειάς τους. Πλήρωσαν το τίμημα του αυτόματου πιλότου.