Ένας κουβάς γεμάτος τσαλαπατημένο εγωισμό, δίπλα σε ασπρόμαυρα «σ’ αγαπώ για πάντα», που είχαν στριμωχτεί πάνω από το «δε θα χωρίσουμε ποτέ».
Πιο δίπλα, υποσχέσεις και όνειρα για το μέλλον. Ξεσκισμένα χαρτάκια από σημειώματα γεμάτα από ανασφαλή αγάπη, που τα περιτριγύριζαν διαβεβαιώσεις τύπου «εμείς είμαστε διαφορετικοί μωρό μου» και μαγεία διασκορπισμένη σαν γκρι σκόνη από κάρβουνο.
Ένας κουβάς με τοξικά αισθήματα.
Kάθε φορά που μια ανθρώπινη σχέση φτάνει στο τέλος της, βρίσκεσαι πάνω από τον κουβά και βλέπεις τι έχασες. Τι πίστεψες, τι κατάπιες αμάσητο, τι προσέφερες και τι πήρες. Όλα είναι εκεί. Tα ζυγίζεις, μα συνήθως η ζυγαριά σου γέρνει στη μία πλευρά.
Στην αρχή, το περιεχόμενο μοιάζει κατάμαυρο, δεν ξεχωρίζεις τίποτα. Όλα σου φαίνονται σκουπίδια. Έπειτα αδειάζεις τον κουβά σ’ ένα μεγαλύτερο, συγκεντρωτικό, όπως για παράδειγμα, ο κάδος ανακύκλωσης στον υπολογιστή σου.
Πολλοί είναι εκείνοι που διαλέγουν να κρατούν τα «σκουπίδια» τους χωρίς να τα διαγράψουν εντελώς και μόλις περάσει ο θυμός τους, τα επαναφέρουν στην επιφάνεια (εργασίας). Όποια διαδρομή κι αν ακολουθηθεί βέβαια, αργά ή γρήγορα δυστυχώς, έρχεται η ώρα του χωρίς γυρισμό delete.
Δεν είναι τρελός ο κόσμος μάτια μου, όλες οι λαϊκές ρήσεις κρύβουν μέσα τους σοφία. Πόσες γενιές κόπηκαν από αυτό το ραγισμένο γυαλί που δεν ξανακολλάει, για να έρθεις εσύ να το αμφισβητήσεις.
Κι ύστερα κάνεις τσουλήθρα, κι από την κορυφή κατρακυλάς στο πάτωμα. Πρέπει να σηκωθείς να ξεσκονίσεις το παντελόνι σου και ν’ ανέβεις τα σκαλιά ένα- ένα. Θα ξαναπέσεις. Και τι έγινε; Οι πτώσεις γι αυτό φτιάχτηκαν, για τη χαρά της κορυφής.
Κι αν ξαναπιάσεις τον κουβά, μια μέρα θα ισοφαρίσεις και το σημάδι από τη τσουλήθρα σχεδόν θα εξαφανιστεί.
Έκλαιγες, θυμάσαι; Xάλασες τον κόσμο με τις φωνές σου και τώρα, βλέπεις το σημαδάκι και χαμογελάς.
Όταν θα σου είναι αδιάφορο, θα ξεχωρίσεις τον χρυσό από το χαλίκι και θα προχωρήσεις τη ζωή σου, έχοντας ένα μικρό θησαυρό, τη σοφία σου.
Ακόμη όμως και η σχέση, αυτή που σώθηκε κι επέζησε, αυτή που άξιζε να κρατήσει, η σχεδόν αλώβητη, αυτή που δεν κατέληξε στον κάλαθο των αχρήστων, μοιάζει με το μύθο του Σίσυφου.
Θέλει δουλειά και υπομονή, μέχρι να φτάσεις στην κορυφή. Όλες οι σχέσεις θέλουν. Kι όταν πιστέψεις ότι ήρθε η ώρα να δεις τον κόσμο από ψηλά, πέφτεις ψυχικά και συναισθηματικά. Νιώθεις κουρασμένος. Μόλις πάλι αποκτήσεις λίγα ψυχικά αποθέματα, ξανατραβάς ανηφόρα. Ένα αέναο σκαμπανέβασμα, αυτό είναι οι σχέσεις.
Θα μου πεις τώρα, γιατί στα λέω όλα αυτά, αφού τα ξέρεις. Στα λέω για μένα και για σένα. Γιατί τη στιγμή που θα νιώσεις εξάντληση, χρειάζεσαι μια ώθηση για ν’ ανέβεις την πλαγιά που σου φαίνεται βουνό. Έχουμε μάθει να πελαγώνουμε στα δύσκολα.
«Να μάθουν να χωρίζουν οι άνθρωποι», όπως έγραψε και η Κατερίνα Κεχαγιά στο ομότιτλο άρθρο, αλλά να μάθουν και να μάχονται. Να μάθουν ν’ απολαμβάνουν τη νίκη τους και να αποδέχονται ό, τι χάνουν μετά από προσπάθεια.
Γιατί όσο υπάρχουν άνθρωποι συμβιβασμένοι σε ψυχρής λογικής συμφωνίες ενηλίκων, τόσοι είναι εκεί έξω κι αυτοί που τα παράτησαν στην πρώτη δυσκολία.
Οι βολεψάκηδες, αυτοί που δεν έβγαλαν το σπαθί καν από τη θήκη. Αυτοί που δεν έμαθαν καν, αν μπορούν να νικήσουν.
Σε αυτούς εγώ θα ‘θελα ν’ απευθυνθώ σήμερα. Γιατί έχω δει ανθρώπους να κοιτούν τον κουβά που μέσα είναι όλη τους η ζωή, τσουβαλιασμένη και τσαλακωμένη. Παραπεταγμένη μαζί με διάφορα πολύτιμα, που θα περιμάζευε σίγουρα κάποιος άλλος, αν τα έβλεπε καθαρά.
Θυμώνω μ’ αυτούς που δεν έδωσαν καμία μάχη. Με αυτούς που κάθονταν πάγκο ενώ μπορούσαν να παίξουν βασικοί κι αρκέστηκαν στο να υπογραμμίζουν τις λάθος κινήσεις των άλλων. Θυμώνω και τους λυπάμαι συνάμα, γιατί ποτέ δε θα πρωταγωνιστήσουν.
Να μάθουν να μάχονται οι άνθρωποι, να κερδίζουν και να χάνουν.
«Όλες οι μάχες στη ζωή, μας μαθαίνουν κάτι, ακόμα κι εκείνες που χάνουμε.
Όταν μεγαλώσεις θ’ ανακαλύψεις πως υπερασπίστηκες ψέματα, ότι κορόιδεψες τον εαυτό σου τον ίδιο ή υπέφερες για κάποιες ανοησίες. Αν γίνεις καλός πολεμιστής, δε θα νιώθεις ένοχος για τούτο, πολύ περισσότερο δε θα το επαναλάβεις.» Κοέλο, Το Πέμπτο Βουνό.