Απ’ την πρώτη στιγμή ήμασταν τρεις σε αυτή τη σχέση. Πάντα μας χώριζε το φάντασμά της. Το έβλεπα στα μάτια σου, στις κινήσεις σου, στις αγκαλιές σου τις ανύπαρκτες. Θυμάμαι την πρώτη φορά που θέλησες να κάνουμε μπάνιο μαζί. «Μα, γιατί όχι;» μου είπες. «Με τη «Φ» μπαίναμε για μπάνιο πάντα μαζί, δεν μπορούσε να κάνει ο ένας χωρίς τον άλλο». Σε είχα κοιτάξει με τέτοια απορία, είχα σκεφτεί «Δεν μπορεί, του ξέφυγε βλακωδώς». Κι όμως χρειάστηκε να το χλευάσω για να το καταλάβεις και να παραδεχτείς το ατόπημα.
Παραδοχή. Λέξη διόλου γνώριμη σε σένα. Έχεις καλύψει με τόσα ψέματα το πληγωμένο σου «εγώ» που δεν είσαι ικανός ούτε καν εσύ να αναγνωρίσεις πια τι είναι αλήθεια και τι όχι. Συνεπώς, είναι παντελώς αδύνατο να παραδεχτείς οποιοδήποτε συναίσθημα αφορά εκείνη.
Πόσο σε λυπάμαι. Ζεις λέγοντας ψέματα σε όλους μα το μεγαλύτερο κορόιδο είσαι εσύ. Βουλιάζεις καθημερινά μέσα σε έναν κουβά ψέματος και μυστικοπάθειας, μόνο και μόνο γιατί η δειλία σου να παραδεχτείς όλα αυτά που νιώθεις είναι μεγαλύτερη απ’ τον πληγωμένο σου εγωισμό. Έτσι νομίζεις δείχνεις δυνατός, αλλά τα μάτια σου τα μαρτυράνε όλα.
Στην αρχή ήταν όλα χαριτωμένα, δικαιολογούσα συμπεριφορές, έλεγα μαθαίνουμε ο ένας τον άλλο, έχεις μάθει διαφορετικά και πρέπει να με γνωρίσεις για να με καταλάβεις κι εγώ αντίστοιχα, βέβαια. Όσο περνούσε ο καιρός οι επικρίσεις γίνονταν πιο συχνές. Οι συγκρίσεις δε, δεν το συζητώ. Ποτέ σε ευθύ λόγο βέβαια, έτσι; Ούτε καν. Αν όλα αυτά γινόταν με τρόπο ευθύ κι άμεσο σήμαινε πως αποδεχόσουν κάθε συναίσθημα που σε κατέκλυζε για εκείνην.
Τα πάντα ειπώνονταν πλαγίως. Ποτέ σου δεν είπες ότι έκανα κάτι λάθος εγώ, αλλά ξέραμε κι οι δύο μας ότι εκείνη έκανε τα πάντα καλύτερα. Αγαπημένη σου τραγουδίστρια ήταν αυτή που της έμοιαζε, αγαπημένο σου αυτοκίνητο αυτό που είχε εκείνη και πάει λέγοντας. Έκανες μεγάλες προσπάθειες να με κάνεις να της μοιάσω, απ’ το χρώμα των μαλλιών μου που είχες προτείνει να αλλάξω μέχρι το πώς θα πρέπει να συμπεριφέρομαι για να είμαι σωστή μάνα και σύζυγος πάντα σε σύγκριση με εκείνη. Δε σχολιάζαμε ποτέ βέβαια το γεγονός ότι εκείνη είχε γίνει ήδη μία φορά μάνα και το παιδί της το είχε εγκαταλείψει σε κάποιο ίδρυμα και μάλιστα όλα αυτά στα είχε αποκρύψει με μεγάλη επιτυχία για χρόνια. Αν εξαιρέσεις αυτό το γεγονός, κατά τα άλλα ήταν η ιδανική γυναίκα για σένα, όπως συνήθιζες να λες.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα εφόσον δεν πλησίαζα ούτε στο μικρό της δαχτυλάκι σαν προσωπικότητα και σαν σύντροφος απέναντί σου, για ποιον λόγο κάθισες μαζί μου τόσο καιρό. Θα μου πεις, κι εσύ αφού τα έβλεπες όλα αυτά γιατί τα υπέμενες; Θα σου απαντήσω, λοιπόν. Για μεγάλο διάστημα πίστευα πως απέναντί μου είχα έναν ώριμο άντρα που ήταν απόλυτα ειλικρινής στον εαυτό του και κυρίως στα συναισθήματά του και κατά συνέπεια σε εμένα. Όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι οι πράξεις σου με τα λόγια σου ήταν εκ διαμέτρου αντίθετα, σε είχα ήδη ερωτευτεί κι ήταν πολύ δύσκολο να φύγω. Έτσι, προκειμένου να απαλλαχτώ από σένα, προτίμησα να απαλλαχτώ από εμένα. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο κακό όλων.
Είχα αρχίσει να κάνω τα πάντα για να γίνω σαν εκείνη, μήπως και μου δώσεις την τρυφερότητα που τόσο μα τόσο αποζητούσα. Όσο άλλαζα τόσο περισσότερα ζητούσες. Δε σε ικανοποιούσε τίποτα. Κι όλο συγκρίσεις, κι όλο εκείνη ήταν καλύτερη. Αμάν πια! Κουράστηκα. Σε ρωτούσα «Γιατί είσαι μαζί μου αφού δε σε ικανοποιώ;» Ποτέ μα ποτέ δεν το παραδέχτηκες! Όσο ποτέ σου δε με επιβράβευσες για οτιδήποτε, δε με συγχάρηκες για τις επιτυχίες μου. Τίποτα, ποτέ. Με ήθελες δημόσιο υπάλληλο σαν εκείνη, να σχολάω στις δύο και να μένω στο σπίτι να σε κοιτάω και να σε λατρεύω σαν Θεό μέχρι να αποφασίσεις εσύ πότε είναι η κατάλληλη ώρα να πέσουμε για ύπνο.
Το φάντασμα με είχε στοιχειώσει εντελώς. Είχα γίνει εκείνη κι αποτέλεσμα κανένα. Ίσα-ίσα όσο περνούσε ο καιρός τόσο γίνονταν τα πράγματα χειρότερα. Απ’ τη μία το φάντασμα να προσπαθεί να είναι στην εντέλεια κι από μέσα μου έβραζα. Μισούσα οποιαδήποτε της έμοιαζε τόσο αβίαστα και χωρίς κανέναν κόπο που η ζήλια μου είχε γίνει πια ανυπόφορη.
Ανυπόφορη είχα γίνει κι εγώ για μένα όμως. Είχα αρχίσει να μη με αναγνωρίζω πια. Ούτε εγώ ούτε οι γύρω μου Αυτό ήταν το καμπανάκι που χτύπησε μέσα μου κι είπα «Όπα, τι σου συμβαίνει; Εσύ δε ζήλευες ποτέ.» Έτσι μη αντέχοντας να υπομένω όλη αυτήν τη σύγκριση, έφυγα. Σε άφησα εκεί μαζί με εκείνη κι όλα της τα καλά.
Όταν λίγες μέρες αργότερα είδα πόσο της έμοιαζε το καινούργιο σου «κλαδί» λυτρώθηκα. Τη θυμάσαι αυτήν την έκφραση; Εσύ μου την είχες μάθει. Δεν είμαι χιμπατζής, μου είχες πει, να πρέπει να πιάσω το ένα κλαδί για να αφήσω το άλλο.
Λυτρώθηκα γιατί επιβεβαιώθηκαν όλες μου οι σκέψεις και δε χρειάζεται πια στιγμή να σκεφτώ τι πήγε λάθος. Λάθος ήταν απ’ την αρχή ότι επέλεξα να ξοδέψω χρόνο πολύτιμο μαζί σου και με το φανταστικό σου κορίτσι κι όχι με κάποιον που ήξερε και πάνω από όλα ήθελε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και να μου φιλάει τρυφερά την πλάτη.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη