Ήμασταν τόσο ερωτευμένοι. Μας ζήλευαν όλοι. Έρωτας κεραυνοβόλος. Τη στιγμή που ενώθηκαν τα σώματά μας, ενώθηκαν και οι ψυχές μας. Το θυμάσαι αυτό άραγε σήμερα; Έχουν περάσει τα χρόνια κι ο έρωτας έγινε αγάπη. Βαθιά κι ειλικρινής αγάπη. Μαζί μ’ αυτό ήρθε κι η ρουτίνα. Παλιότερα δεν αφήναμε αυτό να συμβεί. Όσο δύσκολα κι αν περνούσαμε, ακόμη κι αν είχε προηγηθεί μεγάλος καβγάς, πάντα φροντίζαμε να γεμίζουμε την καθημερινότητά μας με μικρές πινελιές αγάπης και ξεγνοιασιάς.
Τελευταία τα πράγματα έχουν αλλάξει. Εγώ έχω αλλάξει, εσύ; Δεν μπορώ να εντοπίσω ακόμα τι μας έχει συμβεί. Το άγνωστο αυτό με τρομάζει. Κι όσο τρομάζω, τόσο απομακρύνομαι.
Κάνω προσπάθειες να μας φέρω πιο κοντά, χωρίς καμία επιτυχία. Ο πανικός δεν είναι καλός σύμβουλος. Καθημερινά βλέπω ν’ απομακρύνεσαι από εμένα και δεν ξέρω έως πού θα φτάσει αυτό.
Ή μπορεί και να ξέρω. Έχω αρχίσει να γίνομαι απωθητική. Γκρινιάζω, δεν είμαι ευχαριστημένη με τίποτα. Έχεις παλέψει πολύ να μην πέσεις σ’ αυτή τη λούμπα. Καμία τύχη. Όσο περνάει ο καιρός το σκηνικό γίνεται πιο καταθλιπτικό. Σπάνια συναντιόμαστε στο σπίτι, κι αν τύχει να βρεθούμε ανταλλάσσουμε μονάχα τα βασικά. Καθόμαστε στο τραπέζι για φαγητό και τα βλέμματά μας σχεδόν δε συναντιούνται. Σαν να φοβούνται ακόμη κι οι ματιές μας ότι θα φωνάξουν αυτό που προσποιούμαστε ότι δε συμβαίνει.
Είμαι θυμωμένη πολύ μαζί σου. Πιο πολύ είμαι θυμωμένη με εμένα όμως. Δεν μπορώ με τίποτα να εντοπίσω από πού και γιατί αισθάνομαι έτσι. Δε σε αδικώ για το πώς με κοιτάς τελευταία. Ή για το πώς δε με κοιτάς. Έχεις αρχίσει ν’ απομακρύνεσαι επικίνδυνα. Τα βράδια πια φροντίζεις ν’ αργείς τόσο, ώστε να μη με προλάβεις ξύπνια. Δεν αντέχεις να με αντιμετωπίσεις. Έχεις κουραστεί.
Έχω χάσει τον έλεγχο πια και δε χάνω αφορμή να σου τονίζω πόσο λίγο είναι αυτό που έχουμε και πόσο ανίκανος είσαι να καλύψεις τις ανάγκες μου. Πόσο έχεις αλλάξει και πόσο πολύ δε μου αρέσει αυτό.
Η στιγμή που περίμενα έφτασε. Ένα απόγευμα, έπειτα από ακόμη έναν καβγά, εξαφανίζεσαι. Το τηλέφωνό σου για ώρες κλειστό κι εσύ άφαντος όλη τη νύχτα. Το ένιωσα την ώρα που συνέβη. Από τότε και σε κάθε μας καβγά έφευγες κι έλειπες για ώρες. Δε σε ρώτησα ποτέ. Δε χρειάστηκε. Πάντα μας καταλαβαίναμε ο ένας τον άλλο με ελάχιστα.
Δεν προσπάθησες να το κρύψεις. Ίσως μ’ αυτό ήθελες να με ταρακουνήσεις, να νιώσω ότι σε χάνω. Για καιρό σε έβλεπα να στέλνεις κρυφά μηνύματα τις ώρες που ήσουν σπίτι, περίεργα τηλεφωνήματα ακατάλληλες ώρες.
Εγώ σε είχα οδηγήσει εκεί, το γνωρίζω. Εγώ σε οδηγούσα κάθε φορά. Το καταλάβαινα, το ένιωθα.
Όταν καμιά φορά ξεσπούσα σε κλάματα κι ερχόμουν να κουρνιάσω στην αγκαλιά σου σαν κουτάβι, την ένιωθα την αγάπη σου, όπως ένιωθα και την ανακούφισή σου. Ανακούφιση ότι αυτή τη φορά έχω καταλάβει πόσο κακό μας έχω κάνει κι όλα διά μαγείας θα γίνουν όπως πριν.
Να σου πω κάτι, αγάπη μου, όμως; Τώρα πια έχω καταλάβει, ναι. Ξέρω, προσπάθησες περισσότερο απ’ ό,τι θα έκανε ο καθένας. Εκείνη ήταν απλώς για ν’ αντέξουμε, να μην το διαλύσουμε τελείως. Σαν δεκανίκι χρησιμοποιήθηκε και τώρα που ορθοποδήσαμε δεν τη χρειαζόμαστε πια. Τα πράγματα δε θα γίνουν όπως πριν, αλλά καλύτερα. Κι αυτό, γιατί την τελευταία φορά που με κοίταξες στα μάτια και μου είπες ότι μ’ αγαπάς, θυμήθηκα ότι δε χρειάζομαι τίποτε άλλο πέρα απ’ την αγάπη σου.
Γιατί είναι η πραγματική αγάπη, αυτή που σ’ αφήνει ελεύθερο και την πλάθεις, όπως θέλεις, χωρίς όρια. Αυτή που μένει αμείωτη και που εκφράζεται δίχως ντροπές, στα καλά σου και στα κακά σου.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου