Δύο χρόνια χρειάστηκε να περάσουν για να καταφέρουμε να έχουμε ένα βράδυ όλο δικό μας. Τι όλο δηλαδή; Μερικές ώρες ήταν που μείναμε μόνοι μας κι όμως ήταν υπέρ-αρκετές για να νιώσω όλη τη θηλυκότητα που οφείλει να νιώθει μια γυναίκα δίπλα σε έναν άντρα. Δύο χρόνια μπορείς να το φανταστείς; Κάθε φορά ερχόσουν, πότε έπαιζες εσύ μαζί μου πότε εγώ, ποτέ όμως δεν αγγίξαμε ο ένας τον άλλο κι ας διαπερνούσε ρεύμα τα κορμιά μας κάθε φορά που πλησίαζε το ένα το άλλο.
Η έλξη που νιώθαμε νομίζω ήταν φανερή από χιλιόμετρα σε όλους πια χωρίς να δίνουμε και ιδιαίτερη σημασία μεν, κρατώντας τους τύπους δε. Έκανες το πρώτο βήμα εσύ, δύο βήματα πίσω εγώ. ‘Έπειτα εγώ να προσπαθώ να κεντρίσω την προσοχή σου τόσο όσο, χωρίς ποτέ να είναι οι συνθήκες κατάλληλες. Κάθε φορά που έφευγες υπολόγιζα τους μήνες που θα σε έβλεπα ξανά. Το ενδεχόμενο της μη παρουσίας σου την προγραμματισμένη ημέρα ήταν ο μεγαλύτερός μου φόβος. Ένα βράδυ λαμβάνω μήνυμά σου. Είχες πιάσει αυτό που τυχαία είχα πει περνώντας από δίπλα σου. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Ακόμα μία φορά έκανα πίσω.
Οι μήνες πέρασαν και έφτασε εκείνη η νύχτα που αποφάσισα πια να αφήσω στο σπίτι όλες τις αναστολές και όσες πήρα μαζί μου φρόντισα να τις πνίξω στο αλκοόλ που με μανία έπινα όσο δήθεν συζητούσαμε σοβαρά με τα πονηρά σχόλια να δίνουν και να παίρνουν. Φύγαμε χωριστά, άφησα λίγο χρόνο να περάσει και σε πήρα. Δεν είχα στόχο, δεν είχα σκοπούς τίποτα. Ήθελα να σε πάρω, ήθελα να σε δω, ήθελα όλον αυτόν τον ηλεκτρισμό να τον έχω για μία φορά χωρίς να φοβάμαι μήπως εκτεθώ.
Έτσι ξεκίνησε η νύχτα μας αυτή. Μπήκες στο αυτοκίνητο ήξερες ακριβώς τι ήθελες, το ζήτησες, το πήρες. Ήταν κάτι που πιο πολύ το ήθελα εγώ. Όλο αυτό έμοιαζε ιδανικό. Δεν το είχα φανταστεί ούτε στα καλύτερά μου όνειρα. Δύο πράγματα δε θα ξεχάσω από εκείνο το βράδυ. Το διήμερο ταξίδι που μου υποσχέθηκες και το τηλέφωνο που είπες ότι θα με πάρεις.
Μου είχε φανεί τόσο παράξενο. Κάποτε μου είχες τονίσει ότι δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ εσύ να μου τηλεφωνήσεις. Κι όμως εκείνο το βράδυ μου είπες μέσα στις επόμενες μέρες να περιμένω τηλεφώνημά σου. Δε το πίστεψα ποτέ εκατό τοις εκατό. Ήταν και εύκολο στην αρχή να μην το πιστέψω καθώς έφευγες αστραπιαία κάθε φορά και ως γνωστόν «μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται».
Αυτή τη φορά όμως έχει μια ειδοποιό διαφορά. Τα κορμιά μας είχαν αγγίξει το ένα το άλλο. Είχα πάρει γεύση του «μαζί», της «μονάδας». Ήμασταν πολύ καλή μονάδα. Δε μας ξεχώριζες. Δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε.
Από τότε περιμένω εκείνο το τηλεφώνημα. Τι να μου κάνουν τα τυπικά σου; Δεν είναι αρκετά. Κι ας μου ψιθυρίζεις λόγια που λατρεύω να ακούω. Δε μου είναι αρκετά πια. Δε το θέλω το παιχνίδι αυτό σκέτο. Δεν αντέχω πια χωρίς να σε αγγίζω. Μην έρχεσαι με αυτό το χαμόγελο και αυτό το βλέμμα. Μην το κάνεις περισσότερο δύσκολο από ό,τι είναι. Στον ύπνο μου κάνουμε συζητήσεις ολόκληρες σε αυτό το τηλεφώνημα. Άλλοτε το κλείνουμε γιατί μας έχουν καταλάβει. Ξυπνάω έντρομη κοιτάω το κινητό. Σιωπή.
Με πεθαίνει η σιωπή αυτή, μα περισσότερο με πεθαίνει όσα μου φωνάζουν τα μάτια σου κάθε φορά. Ένα τηλέφωνο δε θα σου κοστίσει τίποτα, ή μπορεί να σου κοστίσει και μια ολόκληρη ζωή. Ανέλαβε τις ευθύνες του λόγου σου και κάνε αυτό το τηλεφώνημα που ακόμα περιμένω.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή