Τώρα που έφυγες να μείνεις εκεί. Στη συνήθειά σου, στην ασφάλεια της καθημερινότητάς σου, στα σίγουρα τα μικρά σου, που δε σε τρομάζουν. Βαρέθηκα! Φεύγεις κι έρχεσαι, όποτε σου κάνει κέφι. Φεύγεις και σε κυνηγάω να γυρίσεις. Φεύγεις και πρέπει εγώ να ζητήσω συγγνώμη. Θύτης είμαι, θύμα είμαι, δεν έχει καμία σημασία. Ιστορία που κράτησε παραπάνω απ’ τα καλά στοιχεία της σχέσης μας.

Απ’ την πρώτη κιόλας φορά κατηγόρησα εμένα και μόνο. Σε πιέζω, δε σε καταλαβαίνω, πρέπει να δεχτώ τη διαφορετικότητά μας. Το πήρα πάνω μου όλο. Σε κυνήγησα θυμωμένη, ήρθα και σε βρήκα χωρίς εγωισμούς και πείσματα. Δε με ένοιαζε ποτέ να είμαι εγωίστρια μαζί σου. Τον άντρα μου ήθελα και τον ήθελα σπίτι μας. Χα! Ας γελάσω. Το σπίτι αυτό δεν το ένιωσες ποτέ δικό σου. Έμπαινες μέσα κι ήσουν ξένος. Και γι’ αυτό εγώ ευθυνόμουν. Ποιος άλλος θα μπορούσε, άλλωστε;

Ό,τι και να έλεγα  είχες πάντα μια καλή δικαιολογία για να μη νιώσεις άνετα εδώ. Καλή για σένα. Μη μπερδεύεσαι. Δεν είναι καλή δικαιολογία, μάτια μου, ότι τα πράγματα σου δε χωρούσαν εδώ. Εδώ δε χωρούσες εσύ και κατ’ επέκταση τα πράγματά σου. Γι’ αυτό έφευγες κάθε φορά. Φοβόσουν να δεθείς με τον οποιονδήποτε τρόπο. Και σ’ αυτό εθελοτυφλούσα απ’ την αρχή. Στον έρωτα, μάτια μου, δεν υπάρχει δε χωράω. Υπάρχει πάμε κι όπου βγει κι ας κοιμάμαι στην αυλή με αντίσκηνο.

Έτσι περνούσε ο καιρός. Εσύ να βάζεις όλα σου τα υπάρχοντα σε μία βαλίτσα, ν’ ανοίγεις την πόρτα χωρίς να λες κουβέντα και να φεύγεις. Κι εγώ να σε κυνηγάω μ’ όλες τις πιθανές διαθέσεις που μπορεί κάποιος να φανταστεί. Ήταν τόσες οι φορές που έφυγες, ναι. Κάθε φορά ερχόμουν με διαφορετική διάθεση. Μετανιωμένη, θυμωμένη, με νάζια, σέξι, σε ρόλο ψυχολόγου. Προσπαθούσα να βρω το κουμπί, που δε θα σε ξανακάνει να φύγεις. Ποτέ!

Ακόμη και την τελευταία φορά που έδειξες ότι καταλαβαίνεις τι σημαίνει για μένα η εγκατάλειψη, δυο μέρες μετά τα παρατάς όλα και ξαναφεύγεις. Το τραγικό ξέρεις ποιο είναι; Ότι ακόμη και τότε σε κυνήγησα. Το πάλεψα. Πόσο αξιοθρήνητη, Χριστέ μου;

Δεν έχω παράπονο. Επέστρεφες πάντα. Κάθε φορά που επέστρεφες υπέγραφα συμβόλαιο θανάτου του «είναι» μου, των θέλω μου. Δεν έπρεπε να κάνω οτιδήποτε θα σε έκανε να φύγεις ξανά, αν ήθελα να μένεις κάθε βράδυ μαζί μου. Είχαμε φτάσει πια να μετράμε τις λέξεις, να τις διπλοσκεφτόμαστε. Πόσο κουράστηκα; Φοβόμουν να είμαι ευτυχισμένη, μήπως κι αυτό σε ενοχλούσε κι έφευγες ξανά.

Γιατί με κάνει ευτυχισμένη ένα τραγούδι κι όχι εσύ; Γιατί δεν περιστρέφονται τα πάντα γύρω από σένα; Τόσο εγωπαθής και νάρκισσος, τόσο ανασφαλής. Δε με ένοιαζε τίποτα. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, αν δε με άγγιζες κάπου, όπως συνήθιζες.

Όχι, μη μου το κάνεις ξανά. Μην κλείνεσαι στη σιωπή σου και φεύγεις, στο ‘χω πει πολλές φορές. Αν περάσεις την πόρτα μη ξαναγυρίσεις. Καμία φορά δεν τήρησα την υπόσχεσή μου. Καμία φορά δεν κράτησες κι εσύ τη δική σου, εννοείται.  Εμπρός πίσω για καιρό. Μα είχαν βαρεθεί όλοι πια. Πότε μαζί, πότε χώρια.

Άθελά μας είχαμε βάλει και τους τρίτους σε διαδικασία παράξενη. Να μας καλέσουν και τους δυο, να ρωτήσουν τον ένα τι κάνει ο άλλος. Δεν φτάνει που είχαμε κάνει ο ένας τη ζωή του άλλου δύσκολη, δίπλα μας δυσκολεύονταν κι οι φίλοι μας. Γνώμες από παντού κι αυτό καθιστούσε το «εμάς» πολύ δυσκολότερη υπόθεση. Γιατί για σένα οι τρίτοι ήταν όλη μας η σχέση δυστυχώς.

Όπως συμβαίνει με όλους κι όλα, έφτασε η ώρα που αυτή που φεύγει είμαι εγώ κι όχι εσύ. Αυτή η φυγή είναι οριστική. Όσες φορές και να γυρίσεις. Στο είχα πει, το παλεύω χωρίς να υπολογίζω εγωισμούς, αξιοπρέπειες και πρέπει. Το τερματίζω, όσο το πάθος είναι στα κόκκινα. Όταν πάρω απόφαση να φύγω είναι για πάντα. Και το δικό μας το πάντα είναι κακό. Κακό, γιατί παραλίγο να μας δένει κάτι παραπάνω από μια φυγή κι έναν εγωισμό. Κι αυτό είναι κάτι που κανείς απ’ τους δυο μας δε θα ξεχάσει.

Αντίο.

Συντάκτης: Αγγελική Τριανταφύλλου
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου