Οι μάχες σου- ξέρεις ποιες λέω. Εκείνες που δίνεις μόνος σου με τον εαυτό σου. Εκείνες με κλειστά παντζούρια, γιατί κανένα φως δεν μπορεί να φωτίσει τα σκοτάδια σου. Εκείνες που το φαγητό είναι ο τρόπος να γλυκάνεις τα πικραμένα από τις σκέψεις μέσα σου. Εκείνες που η έλλειψή του, μοιάζει με τιμωρία στον εαυτό σου για κάθε φορά που δε σε άκουσες, μια τιμωρία επώδυνη για σένα, γιατί αυτό θεωρείς ότι αξίζεις. Εκείνες που τα ουρλιαχτά σου, τις κραυγές της κούρασής σου, τα «δεν αντέχω άλλο» σου τα άκουσαν μόνο τα μαξιλάρια και τα σωθικά σου. Εκείνες που το αλκοόλ και το τσιγάρο ήταν η μόνη σου λύση να ξεφύγεις, όχι από την πραγματικότητα, αλλά από εσένα τον ίδιο, μάταια. Τότε που όλα σου φαίνονταν μάταια.
Εκείνες οι μάχες που όταν κοιτιέσαι στον καθρέφτη, τις βλέπεις. Βλέπεις τον λαβωμένο, κουρελίασμενο, ταλαίπωρο εαυτό σου, τα τραύματα στο σώμα σου, που στέκουν ορθάνοιχτα. Που είναι οι πληγές της ίδιας σου της ψυχής κι αντί να τις γιατρέψεις, ανοίγεις κι άλλες για τιμωρία λάθος επιλογών σου, για όλους όσους εμπιστεύτηκες και σε πρόδωσαν, για όλους όσους αγάπησες και κατέληξες να πονάς από την έλλειψή τους, από την απουσία τους. Για όσους περίμενες να σε εκτιμήσουν, μιας και το να εκτιμήσεις εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου ήταν άπιαστο όνειρο.
Εκείνες τις μάχες σου λοιπόν, να τις αγαπάς πιο πολύ από όλες. Γιατί είναι οι φορές που ο γενναίος σου εαυτός νίκησε κι εσένα τον ίδιο. Σε ανέβασε πιο ψηλά. Να τις τιμάς με καμάρι κι περηφάνια, γιατί σου σκούπισαν τα δάκρυα και σου έδειξαν ότι μπορείς να είσαι πιο δυνατός. Πιο δυνατός από τις πληγές, το σκοτάδι και τις τιμωρίες. Γιατί αυτές οι μάχες ήταν με τον εαυτό σου. Ήταν τα όρια του πόνου που ξεπέρασες. Ήταν μάχη ψυχή με ψυχή. Μόνο εσύ τις ξέρεις και δε σε ενδιαφέρει κιόλας να τις μάθουν οι άλλοι, όχι γιατί δε θα καταλάβουν αλλά γιατί είναι άκρως προσωπικές. Ο χαμένος κι ο νικητής, ήσουν εσύ.
Νίκησες όμως, σηκώθηκες ξανά. Κάποιες φορές δεν το κατάλαβες καν το πώς, λες κι έγινε αυτόματα με κάποιο τρόπο. Είναι όμως και κάποιες άλλες που έριξες μπουνιά στον καθρέφτη κι ούρλιαξες «Εγώ μπορώ!» και μπόρεσες. Άρχισες να σε φροντίζεις, να σε προσέχεις. Δε δεχόσουν τίποτα που δε σου έκανε. Δεν επέτρεπες σε κανέναν να σε υποτιμήσει ξανά. Σκλήρυνες απέναντι στην αδικία και στην κοροϊδία. Δεν επέτρεπες πια να σε αφήνουν, να σε προδίδουν. Κι όταν σου έλεγαν «άλλαξες» εσύ γελούσες κι έλεγες «ευτυχώς!». Και τα βράδια πλέον που έπεφτες να κοιμηθείς το μαξιλάρι ήταν απαλό και η ψυχή σου γαλήνια, γιατί, κοιτά να δεις, άρχισες να σε εκτιμάς.
Άρχισες να εκτιμάς τον πόνο των άλλων καλύτερα, άρχισες να καταλαβαίνεις από τα μάτια τους, το βλέμμα τους, την ανημποριά. Άρχισες να δίνεις κουράγιο σε σένα αλλά κι σ’ εκείνους. Άρχισες να πιστεύεις στον εαυτό σου κι στη συνέχεια και στους άλλους. Κοίτα να δεις που πια η αγάπη είναι παντού, σε κάθε βήμα σου, σε κάθε κίνηση. Στο χαμόγελο του περαστικού, στην πόρτα του ασανσέρ που θα κρατήσει κάποιος για εσένα, στο σκυλάκι που ήρθε στα πόδια σου την ώρα που περπατούσες για να σε μυρίσει, σε κάθε ελπίδα που σου δίνεται για το μέλλον. Για ένα μέλλον όπως το ονειρεύεσαι. Γιατί πια μπορείς και να ονειρεύεσαι, να ελπίζεις, να αγαπάς, να χαμογελάς, να ακούς το γέλιο σου και να μην ντρέπεσαι, να πιστεύεις πως όλα θα πάνε καλά.
Και τελικά γιατί μιλάγαμε; Για τις μάχες σου· για πες μου τώρα, που σηκώθηκες, που πλύθηκες, χτενίστηκες, έβαλες τα αγαπημένα σου χρώματα, το λατρεμένο σου χαμόγελο, τι βλέπεις στον καθρέφτη σου; Είναι ο ίδιος άνθρωπος; Κι όμως, είναι ο ίδιος άνθρωπος, ο εαυτός σου είναι, που από ό,τι φάνηκε δεν τον σκότωσες, αλλά τον έκανες πιο δυνατό, πιο ζωντανό, πιο ανθρώπινο. Πλέον, έγινες η καλύτερη εκδοχή σου. Κι αν το κατάφερες αυτό, τότε ναι, σίγουρα έχεις κάτι για το οποίο αξίζει να καυχιέσαι. Γιατί αν ήταν αυτές οι μάχες σου, μπορείς να πεις με σιγουριά πως τις κέρδισες.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου