Και κάπως έτσι, μετά το τέλος μας, ήρθε η στιγμή να κρύψω ό,τι σε θυμίζει. Βλέπεις,–όπως κι εσύ συνέχισες τη ζωή σου– πρέπει κι εγώ να καταφέρω να σε βγάλω για λίγο απ’ το υποσυνείδητό μου, αν όχι εντελώς απ’ το μυαλό μου. Να μπορέσω ν’ αναπνεύσω και να γίνω με το χρόνο και πάλι καλά, και πάλι εγώ.
Αφήνοντας δεύτερες σκέψεις για το αν πρέπει να παλέψω για μας ακόμα ή όχι –μη κατανοώντας με καμία δύναμη το τέλος μας–, η μόνη λύση για μένα είναι να κλειδώσω τα πράγματά σου στο ντουλάπι του δωματίου μου. Να μην τα βλέπω, να μη με σπάνε κάθε φορά που τα κοιτάζω κι αυτομάτως σε σκέφτομαι.
Μαζεύω, λοιπόν, κάθε ξεχασμένο ή επιμελώς αφημένο δικό σου αντικείμενο. Τα γράμματά σου, τις φωτογραφίες μας, τ’ αποξηραμένα σου τριαντάφυλλα, τις ζωγραφιές και τ’ αρκουδάκια σου, τις φεγγαρόπετρες και τις υποσχέσεις μας, τις μπλούζες σου και τα τρία μεθυσμένα σου αρώματα που ποτέ δε μου πήγαιναν, αλλά δεν έπαψα στιγμή να τα φοράω γιατί ήθελα να σε κουβαλάω μαζί μου όπου κι αν ήμουν.
Κλείνοντάς τα όλα μέσα στο ντουλάπι αναρωτιέμαι μήπως το μετανιώσω και διστάζω ακόμα να τα κλειδώσω. Τα χέρια μου τρέμουν κι οι παλμοί μου απ’ την έντασή τους ενοχλούν τα αφτιά μου. Πάω κόντρα στο συναίσθημα. Κόντρα σ’ αυτό που νιώθω, πιέζομαι, μα με πιέζει ακόμα περισσότερο το να σε βρίσκω παντού, να συναντάω κάθε μέρα τελειωμένες στιγμές μας.
Το ντουλάπι θα μείνει ξεκλείδωτο για λίγο ακόμα, μέχρι να σταματήσει αυτή η ιδέα να με κάνει χειρότερα αντί για καλύτερα. Ακούω τραγούδια, μιλάω με φίλους, διαβάζω τον Μικρό Πρίγκιπα, και για λίγο ξεχνιέμαι. Αποφασίζω ξαφνικά πως με συγχωρώ για τα λάθη μου κι ας μην το έκανες εσύ ποτέ. Πείθω συνειδητά τον εαυτό μου πως θα πάψω να παλεύω για εμάς, αφού δε θέλεις ή δεν έχεις πια κάτι άλλο να δώσεις.
Φυλακίζω στο μυαλό μου το συναίσθημα ώριμα και μετρημένα, όχι αποφεύγοντας να ξαναερωτευτώ στο μέλλον αλλά συμβιβάζοντας ξεκάθαρα τη σκέψη μου στο τώρα. Προσγειώνομαι στην πραγματικότητα θέλοντας όντως το καλό μου. Αυτό το καλό που τελικά δε θέλησες εσύ.
Μέρες πέρασαν και σταμάτησα πια να σκέφτομαι το ντουλάπι με τα πράγματά σου. Ναι, υπήρχες μέσα μου μα όχι όπως πριν. Σ’ αυτό βοήθησε ο χρόνος που πήρα για τον εαυτό μου κι ίσως αργότερα κι ο καινούριος άνθρωπος που μπήκε στη ζωή μου, μήνες μετά, για να μου ξαναθυμίσει πώς είναι να νιώθεις ζωντανή.
Γιατί όσο εσύ αποφάσισες πως θέλεις να λείπεις από εδώ και συνέχισες αμέτοχος, εγώ κατάφερα κι ερωτεύτηκα απ’ την αρχή στ’ αλήθεια κι όχι από πείσμα, αντίδραση ή εκδίκηση.
Μέχρι που μπήκε Νοέμβρης κι όπως φάνηκε τα πράγματα δεν είχαν μπει καλά στη θέση τους. Όπως εκείνο το αρκουδάκι που μου έδωσες την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε κι ο μεγάλος φάκελος με τα πράγματά μας. Προσγειώθηκαν στο πάτωμα, διεκδικώντας ευθαρσώς την προσοχή μου. Αστείο, έτσι; Λες κι η ζωή ήθελε να γελάσει ξανά μαζί μου. Την άφησα στιγμιαία να χαρεί μέχρι που κατάλαβα πως ήρθε η ώρα να σ’ αποχωριστώ για τα καλά, εσένα κι όλες μας τις αναμνήσεις.
Σαν μια πληγή που αιμορραγεί και την κλείνεις μέχρι να γίνει καλά. Το σημάδι της ίσως μείνει για μια ζωή εκεί να σου θυμίζει πως πόνεσες, όταν περάσει όμως δε θα πονάει πια. Μπορεί, αν το περιποιηθείς χωρίς να το σκαλίζεις, να φύγει με τον καιρό, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Έτσι κι εσύ, θα πρέπει να μείνεις στο ντουλάπι μέχρι να γιάνω εντελώς, για να σ’ αφήσω μια για πάντα.
Κλειδώνω το ντουλάπι δυόμισι φορές. Σαν αυτά τα δυόμισι χρόνια μας. Κι ενώ πίστευα πως ήθελα ακόμα χρόνο, η πληγή έκλεισε οριστικά, μαζί με ‘κείνο το ντουλάπι και το κλειδί του που πετάχτηκε μακριά.
Φτάνει πια. Μείνε εκεί, στα λίγα σου. Εγώ κλείδωσα τα πράγματά σου μαζί με τη σκέψη σου και τώρα μπορώ να ζήσω.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη