Πόσες φορές αισθάνθηκες την ανάγκη να μιλήσεις σε κάποιον για τη μέρα που πέρασες, να μοιραστείς σκέψεις όμορφες ή λογισμούς που σε βάραιναν, και βρέθηκε τη δεδομένη στιγμή ο σωστός άνθρωπος να σ’ ακούσει και να σου απαλύνει την ανάγκη σου; Όχι, δε μιλάω μονάχα για την οικογένειά μας ή τους φίλους μας που ‘ναι πάντα εκεί να μας ακούσουν.
Μιλάω για τις φορές που θες να μιλήσεις σε έναν άνθρωπο μα λόγω υποχρεώσεων, ρυθμών και καθημερινότητας εκείνοι που ονομάζεις «δικούς σου» δεν είναι διαθέσιμοι. Τότε που αποφασίζεις να κρατήσεις τις σκέψεις σου βουβές, μέχρι να καταφέρετε να βρεθείτε και να τις συζητήσετε, κι ενώ αυτή η σιωπή σε πνίγει, η λύτρωση της άτυπης ψυχανάλυσής σου, που τόσο τη χρειαζόσουν, έρχεται απ’ το πουθενά.
Γιατί, ακόμα κι όταν δεν μπορούν να ‘ναι εδώ οι γνωστοί, ευτυχώς, υπάρχουν οι άγνωστοι. Όλοι εκείνοι που δεν υπάρχει κάτι να μας δένει, που δεν ήταν χθες στη ζωή μας και δε θα ‘ναι ούτε κι αύριο, κι αυτό κάνει αυτομάτως την επικοινωνία μας απαλλαγμένη από δεύτερες σκέψεις.
Θα σου ‘χει, συμβεί, σίγουρα να μπεις σε ένα ταξί και να υπάρξει μια συζήτηση με τον οδηγό. Η κουβέντα ξεκινάει πάντα γενικά, απ’ τα τυπικά κι επιφανειακά, και δεν είναι λίγες οι φορές που λίγο πριν φτάσετε στον προορισμό σου έχεις καταλήξει να βγάζεις τα εσώψυχά σου και να αποκαλύπτεις στον άνθρωπο στο τιμόνι, που ίσως δεν ξέρεις ούτε το όνομά του, τους πιο βαθείς σου φόβους και τα πιο τρελά όνειρά σου.
Στην πραγματικότητα, χωρίς να το καταλάβουμε, τα ταξί γίνονται τα εξομολογητήριά μας. Ειδικά αν καθόμαστε πίσω και δεν έχουμε καν οπτική επαφή, αισθανόμαστε ασφαλείς να μιλήσουμε για όλα, αποφεύγοντας τυχών επικριτικά βλέμματα. Εκεί, στο πίσω κάθισμα, νιώθουμε μια παράξενη οικειότητα, μια παράδοξη άνεση να ανοιχτούμε.
Από ‘κει που μιλούσαμε για τον καιρό, ξεκινάμε, φουλ αυθόρμητα κι απολύτως χαλαρά, να λέμε στον ταξιτζή τι μας συμβαίνει, τι μας προβληματίζει, ποιος είναι ο στόχος μας, κι ύστερα παίρνουμε την απάντησή του σαν συμβουλή. Συμβουλή αντικειμενική, αφού δεν εμπλέκεται συναισθηματικά μαζί μας, και σίγουρα απαλλαγμένη απ’ το βάρος να την ακολουθήσουμε, για να μην έρθει αργότερα εκείνο το «στα ‘λεγα».
Κι η αλήθεια είναι πως έχουν πάντα μια απάντηση για όλα, απλή και κατάλληλη, λες και βλέπουν τη ζωή με άλλο μάτι. Δε χρειάζονται πολλά λόγια, εξάλλου. Κάποιες φορές μόνο μια λέξη ή ακόμα και μια σιωπή μπορεί να μας δώσει την ανακούφιση που έχουμε ανάγκη.
Ξέρουμε πως δε θα τους ξαναδούμε, κι ίσως γι’ αυτό η τάση μας κι η ελευθερία μας να τους μιλήσουμε και να συζητήσουμε μαζί τους όσα παιδεύουν τον νου μας είναι μεγαλύτερη και μας ωθεί στο να βγάλουμε τα εσώψυχά μας και να εξωτερικεύσουμε κάθε συναίσθημά μας.
Σίγουρα, παίζει ρόλο πως πολλές φορές σε έναν άγνωστο μπορείς να μιλήσεις και να ανοιχτείς με μεγαλύτερη ευκολία, απ’ ό,τι σε κάποιον γνωστό, γιατί ξέρεις πως το βλέπει απ’ την απ’ έξω πλευρά, δε θα σου χαϊδέψει τ’ αφτιά κι ούτε θα σε κρίνει, γιατί πολύ απλά μπορεί και να μη σε ξαναδεί ποτέ.
Για κάποιους η ανάγκη του να μιλήσουν, ακόμα και σε έναν άγνωστο, λειτουργεί σαν βάλσαμο και κάποιοι ίσως και να το προτιμούν, μιας κι εκεί νιώθουν πως θα βρουν μεγαλύτερη κατανόηση.
Μιλώντας με έναν άνθρωπο που δε γνωρίζεις, ο πάγος σπάει κι αποκαλύπτεσαι. Δεν κρατάς πια μάσκες, δεν υπηρετείς τον ρόλο του συγγενή, του φίλου ή του συντρόφου, δε σκέφτεσαι τις συνέπειες. Λες αφιλτράριστα όσα νιώθεις, αδιαφορώντας για το τι γνώμη θα σχηματίσει για ‘σένα. Κι αν η διαδρομή είναι και νυχτερινή, τα φώτα της πόλης στο κάνουν ακόμα πιο εύκολο.
Εξάλλου, είμαστε τόσο τυχεροί αν μπορούμε να μιλάμε για τα όμορφα και τα άσχημα που μας συμβαίνουν, ακόμα και σε αγνώστους. Γιατί όταν μια σκέψη κι η έκφρασή της ζητάει να βγει από μέσα σου, σπάει πια το καλούπι των «πρέπει». Γιατί δεν υπάρχει «πρέπει». Υπάρχει μια λέξη που λέγεται «αυθορμητισμός» και στις μέρες μας την έχουμε ξεχάσει, πνίγοντάς μας σε σιωπές.
Κάθε φορά, λοιπόν, που θα έχεις ανάγκη να μιλήσεις, μπες σε ένα κίτρινο αυτοκίνητο κι άσ’ το να χρωματίσει με τον τρόπο του αυτά τα λίγα λεπτά σου.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη