Είμαστε η γενιά όπου οι γονείς μας συνήθως δούλευαν και οι δύο, με ακόλουθο αποτέλεσμα να μην τους έχουμε απολαύσει τις ώρες που πραγματικά τους είχαμε ανάγκη. Εξίσου και οι γονείς είχαν την επιθυμία να αφιερώσουν πολλές δημιουργικές και ευχάριστες ώρες στα παιδιά τους, επειδή όμως τα ωράριά τους ήταν αποπνικτικά, την αγάπη τους θα τη μοιράσουν απλόχερα οι δικοί τους γονείς στα εγγόνια τους και όπως λέει το γνωμικό: «Τα παιδιά των παιδιών μου δύο φορές παιδιά».
Αυτό το γνωμικό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ταιριάζει πλέον απόλυτα στη δική μας γενιά, καθώς στις περισσότερες οικογένειες δούλευαν και οι δυο γονείς και τη φροντίδα των παιδιών την αναλάμβανε η γιαγιά, η οποία με καλή διάθεση κι αγάπη τάϊζε τα εγγόνια της με ό, τι καλούδια διάθετε στο σπίτι και μοίραζε όλη της την ενέργεια στα καπρίτσια που είχαμε ως παιδιά. Ποτέ δε μας μάλωνε, όσες ανταρσίες κι ας κάναμε. Από την άλλη πλευρά ο παππούς ακόμα πιο χαλαρός από τη γιαγιά, με κάθε ευκαιρία χαρτζιλίκωνε τα εγγόνια του για να μπορούν να πάρουν ένα σωρό χαζομάρες από το περίπτερο της γειτονίας.
Οι συνθήκες οδηγούσαν αναπόφευκτα στο να αναλαμβάνουν τη φροντίδα των παιδιών οι προηγούμενες γενιές. Οι ατελείωτες υποχρεώσεις των γονέων μας έδιναν την ευκαιρία στους παππούδες να καλύψουν τα γονεϊκά κενά τους προς τα παιδιά τους, επειδή και η προηγούμενη γενιά δούλευε εξίσου με απαιτητικούς ρυθμούς για να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις τις οικογενειακές. Αν και φαίνεται ότι είναι ένας επαναλαμβανόμενος φαύλος κύκλος, δεν είναι παρά μια αλυσίδα αγάπης και φροντίδας. Για μερικούς και σημαντικούς λόγους.
Ένας και σημαντικός λόγος είναι η απλόχερη αγάπη που δίναν οι παππούδες στα εγγόνια τους. Αυτή εκδηλωνόταν όχι μόνο από τα υλικά αγαθά αλλά και από τις παρεμβάσεις που κάνανε σε κρίσιμες καταστάσεις, λόγω χάριν, δεν είναι λίγες οι φορές που όταν κρυολογούσες, οι παππούδες σου στεκόντουσαν και σε φρόντιζαν μέχρι να γίνεις καλά και μάλιστα ίσως είχαν και περισσότερες γνώσεις κι από την ίδια σου τη μάνα. Επίσης η συναισθηματική στήριξη που σου δείξανε όταν έδινες πανελλήνιες και έντονη ενθάρρυνσή τους ότι θα πετύχεις το στόχο σου είναι σίγουρα κάτι αναντικατάστατο.
Επίσης, οι ηθικές αξίες που σου δίδαξαν όταν εσύ είχες ακραίες ίσως συμπεριφορές, μέσω διάφορων διδακτικών ιστοριών και μύθων ή παραμυθιών που πολλές φορές ήταν δημιούργημά της φαντασίας τους. Που σου δίδαξαν μέσω των ιστοριών αυτών αρχές όπως αγάπη και ο σεβασμός προς το συνάνθρωπό σου, η οργάνωση των στόχων σου κι άλλα πολλά εφόδια που κρατάς μέχρι και σήμερα.
Κατόπιν, τα ατέλειωτα παιχνίδια που παίξατε μαζί τους στην παιδική σας ηλικία. Τα παιχνίδια τα οποία βασίζονταν στο φαντασιακό σου επίπεδο όπως ιστορίες με κακούς δράκους και πρίγκιπες, με καλούς ήρωες και μοχθηρούς και αδίστακτους κακούς χαρακτήρες με τα οποία συμπορευόντουσαν και οι παππούδες σου. Εκείνοι σου χτίσανε με τον τρόπο σου τον ψυχό-συναισθηματικό σου κόσμο. Άλλωστε όπως έλεγε ο Winnicot σε ένα γνωμικό του: «Στο παιχνίδι και μόνο στο παιχνίδι το κάθε παιδί ή ενήλικας είναι ικανό να είναι δημιουργικό και να χρησιμοποιεί όλη την προσωπικότητά του και μόνο όταν είναι δημιουργικό το άτομο ανακαλύπτει τον εαυτό του ». Άρα μέσα απ΄αυτήν τη δημιουργικότητα οι παππούδες επέτρεψαν ασυνείδητα το να είμαστε μη δημιουργικοί κι έτσι να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας.
Επιπλέον σημαντική η προσπάθειά τους να μας κοινωνικοποιήσουν, πηγαίνοντάς μας με την πρώτη ευκαιρία σε πλατείες και πάρκα για να παίξουμε με τους συνομήλικούς μας. Αυτό δεν αποτελεί δείγμα πραγματικής αγάπης και φροντίδας; Μήπως αυτό δεν αποτελεί δείγμα ότι θέλανε να μας δουν ανεξάρτητους και κοινωνικοποιημένους; Σε υλικό επίπεδο, τα ατελείωτα χατίρια έδιναν κι έπαιρναν -κρυφά πάντα από τους γονείς. Σοκολάτες, δώρα, ζάχαρη και πάλι ζάχαρη.
Άλλωστε η οικογένεια είναι ένας από τους πιο σημαντικούς κοινωνικούς θεσμούς, σύμφωνα και με τους κοινωνιολόγους κι ανεξάρτητα από τη μετέπειτα μορφή που μπορεί να έχει οργανώνει την προσωπικότητα του ατόμου. Γι’ αυτό το λόγο, οι παππούδες αποτέλεσαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ζωής μας, την καθορίζουν και της δίνουν νόημα. Άλλωστε είμαστε οι γενιά που αντί για δυο γονείς, είχαμε, σχεδόν, τέσσερις. Τι καλύτερο απ’ αυτό;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου