Εμείς οι Έλληνες για ένα πράγμα φημιζόμαστε σαν λαός κι είμαι περήφανη γι’ αυτό, για τη ζεστή κι ανοιχτή καρδιά μας και τη φιλοξενία μας. Αυτό το αποδεικνύουμε καθημερινά, όχι μόνο στους τουρίστες τα καλοκαιριά, αλλά κι όλες τις εποχές στους απανταχού Έλληνες. Βγαίνουμε, πίνουμε τα ουζάκια μαζί με το χταπόδι μας το καλοκαίρι και το τσίπουρο το χειμώνα για να ζεσταθούν τα πνευμόνια μας απ’ τις ανυπόφορες χαμηλές θερμοκρασίες  οι οποίες δε συνάδουν ούτε με το κλίμα μας, ούτε με την προσωπικότητα και την ιδιοσυγκρασία μας.

Μπορεί η Αθήνα να είναι απόμακρη, ψυχρή και παγερή, αλλά όπως ξέρουμε όλοι, οι κάτοικοι κάνουν τις πόλεις κι όχι το αντίθετο. Είμαστε όλοι βουτηγμένοι σε ένα κουβούκλιο, ανασαίνοντας τον ίδιο αέρα και παρ’ όλα αυτά είμαστε τόσο ξένοι μεταξύ μας. Πάντα όμως βρίσκουμε τις αφορμές να επανορθώνουμε και να επιδιώκουμε να μην είμαστε πια ξένοι με κάποιους. Είτε σε ένα ουζερί η σε ένα ρακομελάδικο στο Αιγάλεω.

Οι χώροι είναι τόσο αποπνικτικά γεμάτοι που θέλοντας και μη με κάποιον θα μιλήσεις, με κάποιον θα ανταλλάξεις ένα ζεστό χαμόγελο, με κάποιον θα πεις ένα αστειάκι για να σπάσει ο πάγος. Κι όλο αυτό επειδή μπορεί να έπεσες πάνω του, ή επειδή του ζήτησες να κάνει λίγο πιο ‘κει για να βγεις να μιλήσεις το τηλέφωνο ή ακόμα και να του κάνεις παρατήρηση γιατί σε ενοχλεί η μυρωδιά του τσιγάρου. Όπως και να ‘χει υπάρχουν κι αυτά τα μαγαζιά που συμβάλλουν ενεργά στην κοινωνικοποίηση του ανθρώπου.

Έχοντας πιει και καμία ρακί παραπάνω, αρχίζεις να τραγουδάς, να χορεύεις και να γελάς δυνατά. Δε σε νοιάζει το τι θα πει ο κόσμος και τελικά βρίσκεις τη δύναμη και το θάρρος να σπάσεις αυτόν τον κλοιό που μας αποθαρρύνει όλους να μιλήσουμε με το διπλανό μας. Γίνεσαι ο συνδετικός κρίκος της παρέας σου κι αρχίζεις σιγά-σιγά και γνωρίζεσαι. Ωθείς και το φίλο σου στη δική σου προσέγγιση και απ’ το πουθενά γινόμαστε ένα με τη διπλανή παρέα. Τους προτείνουμε να καθίσουν στο τραπέζι μας κι εκείνοι χωρίς πολλούς δισταγμούς και με το Μοσχοφίλερο στο χέρι έρχονται και συνεχίζουμε την κουβέντα μας.

Πάνω στη ζάλη μου δεν καταλάβαινα πολλά, αλλά έτσι όπως μας αντίκρισα όλους διπλά-διπλά  με μια γρήγορη μάτια διαπίστωσα ότι συμπεριφερόμασταν λες κι ήμασταν καρδιακοί φίλοι απ’ το δημοτικό. Τα γέλια μας έκαναν αισθητή την παρουσία μας στο χώρο. Κι άλλες ποικιλίες στο τραπέζι μας και το κέφι μας απογειώνεται με τη ζωντανή μουσική  ορχήστρα του μαγαζιού. Τραγουδήσαμε και καλησπερίσαμε όλο τον κόσμο με το μικρόφωνο και συνεχίζουμε ακάθεκτοι να χορεύουμε ζευγαρωτά.

Ποιος να το φανταζόταν τελικά, ε; Δυο παρέες παντελώς άγνωστες μεταξύ τους, κατάφεραν μέσα σε ένα βράδυ να χτισθούν τέτοια οικειότητα που άλλους τους παίρνει χρόνια να τη νιώσουν. Αυτή είναι η μαγεία των ανθρωπίνων σχέσεων. Απ’ το πουθενά να συμβαίνουν  τέτοια γεγονότα με πολλά υποσχόμενες νύχτες.

Είναι όλη αυτή η ενέργεια που σε συνεπαίρνει. Η διάθεση να διασκεδάσεις, να διώξεις από πάνω σου τα προβλήματα και το βάρος της καθημερινότητας. Το άγχος παίρνει πόδι και τη θέση του διεκδικεί η ξεγνοιασιά. Δε διαφωνώ πως πολλές κουβέντες σε ένα τραπέζι θα ξεκινήσουν απ’ την κρίση, την πολιτική, τη γραφειοκρατία κι όλα αυτά που μας πνίγουν τα τελευταία χρόνια. Θα ακούσουν μια ατάκα και κάποια στιγμή θα μπουν στην κουβέντα κι οι διπλανοί. Ταυτιζόμαστε ο ένας με τις κουβέντες του άλλου, κουνάμε το κεφάλι σύμφωνοι και τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας να πάνε κάτω τα φαρμάκια, ελπίζοντας σε ένα αύριο καλύτερο.

Κι οι ώρες περνάνε αβίαστα, χωρίς να σε νοιάζει, με τους διπλανούς έχετε βγει γνωστοί γνωστών. Το κέφι ανάβει όλο και περισσότερο και δίνεται η πρώτη παραγγελιά. Ο Μακεδόνας τραγουδάει «Στο Λευκό τον Πύργο πήρα τα φιλιά της» κι όλοι μας σιγοτραγουδάμε. Κάποιοι πιο θαρραλέοι κάνουν παραγγελιά το επόμενο κομμάτι, μέχρι να παίξει η πρώτη ζεμπεκιά. Παλαμάκια και καμάρι για τον τύπο που σηκώθηκε να χορέψει λεβέντικα «τα Λαδάδικα».

Χαμόγελα, αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα, τσιγάρα να ανάβουν το ένα μετά το άλλο κι οι σερβιτόροι πέρα-δώθε να φέρνουν τα καραφάκια. Περασμένες μία και σιγά-σιγά ζητάμε το λογαριασμό. Προλάβαμε ήδη ν’ ανταλλάξουμε κινητά για την επόμενη έξοδο όλοι μαζί πια. Δεν είμαστε ξένοι. Μας ενώνουν τα νιάτα κι η αγάπη για διασκέδαση, μας ενώνει το γεγονός πως αύριο πάλι θα αργήσουμε στη δουλειά, θα ξυπνήσουμε με βαρύ κεφάλι και θα φύγουμε βιαστικοί με τον καφέ στο χέρι.

Στην υγειά μας!

Συντάκτης: Αγγελική Παπαευσταθίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη