Είναι περασμένες 2 τα μεσάνυχτα και χαζεύω στην αρχική του facebook κατεβάζοντας μηχανικά τον κέρσορα του ποντικιού μέχρι που πέφτω πάνω στη φωτογραφία σου. Γελάς αραχτός σε κάποιο μαγαζί με την παρέα σου και μου λείπεις, μου λείπεις πολύ, τόσο που ένα γραπτό μήνυμα δε θα κατευνάσει την επιθυμία μου ν’ ακούσω μια ακόμη φορά τη φωνή σου. Μία τελευταία. Να ακούσω το γέλιο σου, την ειρωνεία και την ανάσα σου. Σχηματίζω παθητικά τον αριθμό σου στην οθόνη του κινητού μου. Το μοναδικό που ξέρω απ’ έξω αν και πλέον δε σε καλώ τόσο συχνά όσο παλιότερα. Είμαι έτοιμη να πατήσω το call, αλλά για μια στιγμή διστάζω. Ξέρω πως δεν κοιμάσαι, είμαι σίγουρη έχεις γυρίσει και χαλαρώνεις στον καναπέ πίνοντας μπίρες. Δεν ξέρω τι να σου πω. Δε θέλω να γίνω φορτική. Σβήνω τα νούμερα ένα-ένα, ανάβω τσιγάρο, κάνω μια βαθιά τζούρα ενώ πληκτρολογώ γεμάτη θάρρος τη δίεση 31. Καλεί και το γνώριμο calling tune ηχεί στ’ αυτιά μου. «Γιατί δεν κοιμήθηκες ακόμη;».
Κάπως γνώριμο το σκηνικό για όλους μας. Υπάρχουν βραδιές που είτε μαζί είτε χώρια ο άνθρωπος σου σου λείπει. Που μπορεί να θες να είσαι δίπλα του, αλλά να μηn μπορείς λόγω συνθηκών ή απόστασης. Που μπορεί να ‘θελες να του πεις κάτι μέσα στη μέρα, αλλά να ξέχασες. Πιθανώς να ‘θελες να μοιραστείς κάτι ευχάριστο ή δυσάρεστο ή μπορεί να σου πέρασαν τα νεύρα και να θες να του πεις σ’αγαπώ και συγγνώμη. Άπειρα τα σενάρια, αμέτρητες οι σκέψεις κι αχαλίνωτη η επιθυμία να ακούσεις αυτή τη φωνή που θα σε κάνει να κοιμηθείς πιο ήρεμα το βράδυ ή αντίστοιχα θα σου κάνει παρέα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες και πάλι θα ‘χεις μαύρους κύκλους και χαμόγελο χαζού στη δουλειά.
Αρκεί ένα «τι κάνεις;» και μία «καληνύχτα» για να σε κάνουν να δεις τα πιο γλυκά όνειρα. Αρκεί να πατήσεις το πράσινο πλήκτρο κάτω αριστερά και να ακούσεις τον ήχο αναμονής που είναι ικανός να κάνει την καρδιά σου να χτυπάει με πάνω από 100 σφυγμούς το λεπτό. Κάπου ανάμεσα στις εκατοντάδες επαφές σου υπάρχει ένα όνομα κι ένας αριθμός που ξέρεις πως όσες φορές κι αν κάνεις delete έχει την ικανότητα να ξεσηκώνει. Που είσαι ικανός ακόμη κι αν σε πάρει στις 4 το ξημέρωμα να τρέξεις δίπλα του. Που όταν θα πιεις λίγο παραπάνω και το παίζεις μεθυσμένος θα ΄ναι η αφορμή να τηλεφωνήσεις γιατί δεν αντέχεις να πουλάς άλλη τρέλα.
Αυτό το όνομα έχει άλλη θέση στην καρδιά σου, ειδικό calling tune, εμπειρία στις αποκρύψεις και τις καντάδες και δε θα σε παρεξηγήσει. Θα το σηκώσει γιατί ξέρει πως είσαι εσύ και τι θες. Γιατί για όποιο λόγο κι αν τον πάρεις, ακόμη κι αν τον ξυπνήσεις κάπου ανάμεσα στα καντήλια, θα χαρεί που τον σκέφτηκες και θα συνεχίσει την κουβέντα, γιατί η φωνή του ενός για τον άλλο είναι νανούρισμα.
Γιατί το βράδυ είναι ευκαιρία για σκέψη. Βλέπεις τι έκανες όλη μέρα και κρίνεις. Αφού έρχεται η σειρά της νύχτας, σειρά παίρνουν στην επιφάνεια τα κρυμμένα συναισθήματα, η μελαγχολία, η αυτοκριτική, οι αδικημένοι της ημέρας. Είναι ώρα να κάνεις το τηλεφώνημα που ήθελες και δίσταζες όλη μέρα, κανείς δε θα σε διακόψει.
Χαλάρωσε και πάτησέ το επιτέλους. Ό,τι κι αν πεις να το εννοείς και πού ξέρεις πού θα καταλήξει η κουβέντα. Σίγουρα θα ‘χει ενδιαφέρον, έτσι κι αλλιώς δεν καλείς κανένα τυχαίο. Όλα είναι γνώριμα. Οι παύσεις, τα γελάκια, η βραχνάδα του, το πείραγμα. Κάνεις στο μυαλό σου εικόνα τη θέση του, τα ανακατεμένα του μαλλιά, τις εκφράσεις του. Δεν το κλείνει κανένας σας γιατί είναι τόσο ωραία η επικοινωνία, φέρνει τον άλλο σχεδόν δίπλα σου κι ας είναι χιλιόμετρα μακριά.
Τα τηλεφωνήματα μετά τις δώδεκα είναι ικανά για ζημιά. Ακόμη κι αν βλέπεις «άγνωστος» ξέρεις ποιος είναι. Είναι κάποιος που σε σκέφτεται και σε νοιάζεται ή δεν κοιμάται εξαιτίας σου. Σήκωσέ το για χατήρι του. Δεν είναι πάντα ανάγκη ο διάλογος. Μία λέξη σου ίσως ν’ αρκεί για να του φτιάξει τη βραδιά. Ποτέ δεν ξέρεις πώς μπορεί να εξελιχθεί ή τι έχει να σου πει. Αρκεί μία κλήση, ένα πάτημα κουμπιού για να λυθείς. Είναι πιο εύκολο και πιο άμεσο από ποτέ πια, ακόμη και γι’ αυτούς που δε βρίσκουν τα κότσια από κοντά.
-«Γιατί δεν κοιμήθηκες ακόμη λέω, μ’ ακούς ;»
-«Βασικά σε σκεφτόμουν…»
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη