Έχουμε μάθει πως όταν ένα λουλούδι δεν ποτίζεται, μαραίνεται. Δεν του δίνουμε την ανάλογη «τροφή» για να γιατρευτούν οι ρίζες του κι έτσι η καρδιά του ξεραίνεται. Είναι ένα από τα πιο απλά παραδείγματα που θα μπορούσαμε να δώσουμε για να παρομοιάσουμε την ανθρώπινη ψυχή και το συναίσθημά της, είναι εκείνο με τον μαρασμό του λουλουδιού. Για να ωριμάσουν και να αναπτυχθούν, θέλουν αγάπη και φροντίδα, μεράκι και περιποίηση.
Υπάρχει ένα κενό ανάμεσα στο πώς αισθανόμαστε και στο πώς βιώνουμε πραγματικά ορισμένα πράγματα στη ζωή. Αυτό οφείλεται ως ένα βαθμό στην αμυντικότητα που απορρέει από τον ίδιο μας τον εαυτό, όταν κάτι μας εμποδίζει ν’ αναγεννηθούμε. Ο Ναγκίμπ Μαχφούζ είχε αναφέρει ότι: «τίποτα δεν αποτυπώνει καλύτερα μια δυστυχή ζωή από το ανθρώπινο σώμα» και σίγουρα αυτό τα μαρτυρά όλα για τον ανθρώπινο ψυχισμό. Όταν πονάμε έχουμε την τάση να ξεριζώνουμε σιγά- σιγά ένα κομμάτι του εαυτού μας. Προτιμάμε να καταπνίγουμε τα στοιχεία που μας πληγώνουν και να τα κοιμίσουμε, χωρίς να σκεφτούμε τί θα μας στοιχίσει.
Αν αναρωτιέστε γιατί οι άνθρωποι πονάνε και καταλήγουν να καταστρέφουν τον ίδιο τους τον εαυτό, δεν έχετε να εξετάσετε τίποτα παρά να κοιτάξετε τις ζωές τους. Όλα αρχίζουν από την έλλειψη αγάπης κι όλα καταλήγουν στο να σφραγίζουμε μέσα μας ό,τι μας πονά. Μανιωδώς αναζητούμε τη λήθη. Όταν η αγάπη απουσιάζει, η μόνη λύση είναι οι λίγες στιγμές ευχαρίστησης. Μετά ίσως οι λίγες στιγμές ξεγνοιασιάς κι όχι σπάνια, κάποιες μορφές εθισμού.
Η φροντίδα και το ενδιαφέρον από τον περίγυρό μας, δεν περιλαμβάνει μόνο την κάλυψη των υλικών αναγκών -ενός παιδιού πρωτίστως- και μετέπειτα ενός ενηλίκου. Θα πρέπει να συνυπολογίζεται κατά κύριο λόγο και η συναισθηματική φροντίδα και φυσικά η άνευ όρων αποδοχή. Ιδίως τα μικρά παιδιά είναι ικανά να διαισθάνονται το αν γίνονται αποδεκτά κι αν είναι αρεστή η συμπεριφορά τους. Όσο είναι μικρά, αδυνατούν να κατονομάσουν, να καταδείξουν και ν’ αναζητήσουν αυτό που τους λείπει, το οποίο όμως είναι ακέραια συνδεδεμένο με τη μετέπειτα διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους.
Στην ενήλικη ζωή μας, μ’ έναν περίεργο τρόπο, όλες οι ελλείψεις του τότε έρχονται χωρίς να τις αντιλαμβανόμαστε. Αναβιώνουν με την μορφή της έλλειψης προσοχής, έλλειψης αποδοχής και στη χειρότερη και ουσιαστική περίπτωση, με την έλλειψη αγάπης. Όλα αυτά κι όσα με τα οποία ήρθαμε αντιμέτωποι από μικρή ηλικία, φαντάζουν σαν μια βαριά μεταλλική πόρτα χωρίς διέξοδο. Έτσι, υποκύπτουμε σε εθισμούς γιατί φοβόμαστε τις προκλήσεις της ζωής. Ίσως έχει ριζωθεί στον νου μας μια χαμηλή αυτοεκτίμηση. Μας έμαθαν να θεωρούμε τον εαυτό μας ανίκανο κι υποδεέστερο.
Είναι σαν κλειδωνόμαστε για πάντα στην παιδικότητά μας. Γνωρίζουμε πως αδυνατούμε να αισθανόμαστε ελεύθεροι, οπότε η εξάρτησή μας, μάς οδηγεί να μη βασιζόμαστε στον εαυτό μας. Υπάρχουν συνεπώς άνθρωποι που προτιμούν να ζουν σ’ ένα όνειρο δικό τους. Αποκόπτονται από την πραγματικότητα που τους καλεί να ενηλικιωθούν κι ουσιαστικά από τη ζωή που ποτέ κανένας δεν τους άφησε ν’ ανακαλύψουν.
Συνεχώς βιώνουν μια έλλειψη ζωτικότητας, θεωρούν την ζωή άχαρη βαρετή και δεν βρίσκουν ουσία σε τίποτα. Δεν ικανοποιούνται με ό,τι καταφέρνουν γιατί θεωρούν πως δεν τους αξίζει. Ξυπνά ασυνείδητα το ανικανοποίητο από τη ζωή που κάνανε μικροί από τα τραυματικά συμβάντα που οι πληγές που άφησαν δεν έχουν επουλωθεί ακόμα. Προτιμούν να χάσουν τα πάντα μέσα από τις ουσίες, παρά να πασχίζουν να βρουν το πραγματικό «Εγώ» τους, αποβάλλοντας τους φόβους τους. Γι’ αυτό το λόγο και ο εθισμός γίνεται τόσο δυνατός και ανεξέλεγκτος. Σου δίνει την εντύπωση ότι τον χρειάζεσαι συνέχεια ως μέσον για να ξεχάσεις, να δραπετεύσεις από όσα σε έχουν πληγώσει, να μην είσαι ο εαυτός σου που δεν μπόρεσε να δραπετεύσει τότε, και να είσαι κάποιος άλλος έστω και για λίγο.
Ο εθισμός είναι μια σανίδα που πιάνεται ο πληγωμένος εαυτός μας για να βγάλει κραυγή. Να βρει μέσω της αυτοκαταστροφικότητάς του τον τρόπο να μιλήσει γι’ αυτά που διστάζει να εκφράσει. Αρέσκεται να λέει «πρόσεξέ με», «φρόντισέ με», «αγάπησέ με» με επίμονο τρόπο, ακόμη και χωρίς να ενδιαφέρεται για την εικόνα του είτε και για την ίδια του τη ζωή.
Ψυχολόγοι, επιστήμονες στον τομέα του εγκεφάλου αλλά και με ενδιαφέρον για το τι χαρακτηρίζει τον εθισμό, έθεσαν τα θεμέλια για μια επιστημονική εξήγηση. Ήδη από τη βρεφική ηλικία εξαρτιόμαστε ολοκληρωτικά από τη μητρική φιγούρα. Έχουμε την απόλυτη εξάρτηση, λοιπόν, από εκείνη, γιατί η επιβίωση, τόσο η σωματική όσο και η ψυχική, διακυβεύεται από την ίδια. Τους πρώτους μήνες ένα μωρό με τη μητέρα του είναι ενωμένοι κι οργανικά και ψυχικά, σαν ένα σώμα. Με το χάδι, η μητέρα δίνει τα όρια στο παιδί κι εκείνο αντιλαμβάνεται ότι είναι ένα ξεχωριστό ον και κυρίως, δομείται η ύπαρξή του.
Φαίνεται λοιπόν πως ενδεχομένως το χάδι, η αγκαλιά, η αγάπη δεν υπήρξαν σε παιδιά που έχουν παραμεληθεί ή κακοποιηθεί, με πλειονότητά τους σήμερα να αφορά μεγάλο κομμάτι των εθισμένων. Συγκεκριμένα, εντοπίστηκαν στον εγκέφαλο πολλών εξαρτημένων ατόμων ουσίες με μικρότερη απόδοση απ’ ό,τι στο κανονικό. Οι ενδορφίνες, η ντοπαμίνη, φαίνεται να μην αναπτύσσονται σωστά στον παιδικό εγκέφαλο όταν εκείνος διαμορφώνεται σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον στερήσεων.
Όσο συνεχίζουμε να κακομεταχειριζόμαστε ένα παιδί, πιέζοντάς το στα δικά μας «θέλω» ή να το παραμελούμε για να ικανοποιήσουμε ξαφνικά το δικό μας εαυτό, διότι τώρα το επιθυμήσαμε, είναι σαν να κακομεταχειριζόμαστε και τον μικρό ευαίσθητο εγκέφαλό τους. Αν δεν υπάρξει σημαντική σύνδεση κι αγάπη με τους γονείς, που εκείνοι βάζουν τα θεμέλια εξαρχής, τότε επέρχεται σημαντική έλλειψη που δημιουργεί την επιθυμία για χρήση είτε ουσιών, είτε την κατάχρηση ανούσιας και μη επιτυχημένης οικονομικής, κοινωνικής, οικογενειακής ζωής.
Είναι φορές που ξεχνάμε αυτούς τους ανθρώπους, παύουμε να τους βοηθάμε. Σκεφτόμαστε πως ο εθισμός τους είναι κάτι μη αποδεκτό και ξεχνάμε να δούμε τη ρίζα όλων: Ο εθισμός είναι ο φόβος τους να ζήσουν. Πόσο αλλιώτικη θα ήταν η ζωή, άραγε, αν το καταλαβαίναμε αυτό;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου