Ο χαρακτήρας ασκεί τεράστια επίδραση σε όλη τη ζωή του ανθρώπου. Αποτελεί ένα ολόκληρο σύστημα, σύνθετο και τόσο απλό, όπως η αχιβάδα. Το όστρακο της αχιβάδας είναι διπλό κι έχει ίσες θυρίδες. Κάτι ανάλογο και με τον «εαυτό». Χωρίζει τον χαρακτήρα μας σε δυο διαστάσεις. Είναι εκείνος που ορίζει το τι εστί αντίληψη και τι παρόρμηση. Όλα τα συναισθήματα και τα κίνητρα συνδέονται σε κομμάτια σε ένα ενιαίο σύνολο που αποτελεί πια τη συμπεριφορά μας. Μια αναπάντεχη αναταραχή ενεργοποιεί τη διαφοροποίησή της κάνοντάς την να ελίσσεται και να χάνει την αρχική της ταυτότητα.
Αξιοσημείωτο θεωρείται ότι ήδη από τη γέννησή μας και στις συνθήκες που το νεογέννητο βρέφος θα βρεθεί αντιμέτωπο, δημιουργείται υπόβαθρο καθοριστικό για τους μετέπειτα μηχανισμούς αλληλεπίδρασης. Αν αντιμετωπίσουμε μια στρεσογόνο κατάσταση και μεταβούμε από μια κατάσταση σε μια άλλη με τρόπο επώδυνο, ξαφνικό κι έντονο, τότε το γεγονός αυτό θα επιφέρει καταστάσεις που ενδεχομένως να μας προκαλέσουν εκδηλώσεις άμυνας.Ανατροπές στη συμπεριφοράς μας όλοι βιώνουμε, βέβαια, το θέμα είναι πώς τις διαχειριζόμαστε.
Συμβαίνει να γνωρίζουμε έναν άνθρωπο όλο μυστήριο που να μην μπορούμε να τον αποκρυπτογραφήσουμε. Όλα μοιάζουν βατά με την πρώτη ματιά. Εν ολίγοις, αυτό που μας κάνει να μην καταλαβαίνουμε-διαβάζουμε τους ανθρώπους είναι οι συχνές κι έντονες εναλλαγές τους με τρόπο τέτοιο που να μη δημιουργεί μοτίβο συμπεριφοράς. Έτσι καταλήγουμε στο να πούμε πως «είναι κλειστό βιβλίο». Δεν είναι δηλαδή πάντα η έλλειψη εκδηλωτικότητας, που φέρνει αυτό το αποτέλεσμα. Είναι όμως οι συχνές εναλλαγές δείγμα έλλειψης αυτοελέγχου;
Όταν κάποιος βιώνει, για παράδειγμα, την ανάγκη για συντροφικότητα και ταυτόχρονα οι πράξεις του αποδεικνύουν και μια αδυναμία σύνδεσης, μια αποκρουστική συμπεριφορά ή μια συμπεριφορά που απομακρύνει τα μέλη της σχέσης, βιώνει παράλληλα και μια εσωτερική σύγκρουση. Έτσι μπορεί οι δηλώσεις του και οι πράξεις του να διακρίνονται από μεγάλες κι έντονες αντικρουόμενες εναλλαγές, πράγμα που μπορεί να τον παρουσιάσει ως ασταθή στα μάτια του συντρόφου του.
Πού ξεφεύγουν όμως τα όρια; Σίγουρα πάντως όχι σε έναν απλό φόβο δέσμευσης. Η προδιάθεση για ψυχογενείς μεταπτώσεις ορίζεται ως όρος στην κλινική ψυχολογία για όποιον ξεφεύγει από τα όρια της προσωπικότητάς του ξαφνικά, έντονα και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν υπάρχει πλέον ηρεμία έκφρασης και κατανόησης των ορμών του ατόμου. Σαν να επιδιώκει να σβήσει επιδεικτικά το κοινωνικό κομμάτι, με καμία αίσθηση για όσα θα ακολουθήσουν κι όσα θα προκαλέσει η αλλαγή του αυτή. Βέβαια το ερώτημα επικεντρώνεται στο αν γίνεται αντιληπτή γρήγορα μια τέτοια μεταβολή. Όλα παίρνουν τον δρόμο τους ενδεχομένως, όταν καταλαβαίνουν πως βιώνουν κενά μνήμης. Δε θυμούνται από πού ξεκίνησε μια συζήτηση. Ποιο ήταν το θέμα της, ποιοι πήραν μέρος σε αυτή. Εκεί είναι και η στιγμή που διαπιστώνουν έναν νέο, άγνωστο, εαυτό.
Μερικές φορές μας ξεγελά αυτή η προσωπικότητα που εμφανίζεται αναπάντεχα. Στις μεταξύ μας σχέσεις τη δικαιολογούμε ως μέρος του φόβου μας για το άγνωστο, δικαιολογούμε την επιθετικότητα και την απρεπή συμπεριφορά. Η διάθεση είναι από τις πιο εύθραυστες μεταβολές στο νευρικό σύστημα, άλλωστε. Από τη χαλάρωση μεταβαίνεις αστραπιαία στην παρορμητικότητα. Σαν εικόνα αντίδρασης εντοπίζεται σε πολλά άτομα και συχνά και εντελώς λανθασμένα το μπερδεύουμε με την ψυχική αστάθεια.
Είναι με σαφήνεια το πιο περίπλοκο συμβάν που καλείται κάποιος να αντιμετωπίσει. Οι ψυχικές ασθένειες χρόνια αντιμετωπίζονται ως κάτι άσχημο και δαιμόνιο. Δεν τις αποδεχόμαστε ως κάτι αληθινό αλλά ως κάτι υπερφυσικό, κάτι που μπορεί με ένα ξεμάτιασμα να εκτονωθεί. Είναι και η φύση του προβλήματος, καθώς συχνά όλα βαίνουν ομαλά κατ’ εικόνα χωρίς να κινήσουν την περιέργεια. Όντως, μιλάμε τελικά για μια πορεία ανεξέλεγκτη που μέχρι τώρα κανείς δεν έχει βρει την αρχή της, ή όλα γίνονται προσχεδιασμένα από γενετικούς παράγοντες που η επιστήμη πρέπει να ερευνήσει;
Καταλήγουμε πάντα στο ίδιο σημείο: δεν μπορεί να υπάρξει πρόβλεψη συμπεριφοράς ούτε παρόρμηση για να επανορθώσουμε για μια κακή ηθική στάση. Αν υπάρχει κάποιος «θεράπων» υποκινητής στη ζωή μας, είμαστε μονάχα εμείς. Όταν χάνεσαι στις σκέψεις σου, στεναχωριέσαι κι εξοργίζεσαι χωρίς να καταλαβαίνεις σαφώς το γιατί και δεν καταφέρνεις να εκδηλωθείς με τον τρόπο που θα ήθελες, ίσως είναι μια ευκαιρία να ζητήσεις τη συμβουλή ενός ειδικού. Φαινομενικά, το τέλος θα δοθεί μόνο όταν επικρατήσει η σταθερότητα στον ψυχικό μας κόσμο. Καλύτερα να αντιμετωπίζουμε ως σύνολο την αντίληψή μας κι όχι ως στίβο μάχης σε κάθε αναταραχή.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου