Δεν εμπιστευόμουν ποτέ ανθρώπους που μασούσαν τα λόγια τους, που η φωνή τους κοβόταν καθώς απαντούσαν ή τα μάτια τους πετάριζαν κάπου αλλού απ’ το πρόσωπό μου ενώ τα λόγια τους μ’ έφταναν. Επίσης, δεν πίστευα εκείνους που γελούσαν υπερβολικά με τ’ αστεία μου, που το βλέμμα τους έδειχνε πως προσπαθούσαν τόσο πολύ για να τους συμπαθήσω σαν να ήταν ζωτικό γι’ αυτούς, σαν να έκρυβαν σκοπούς περίεργους. Μα περισσότερο απ’ όλους δεν εμπιστεύομαι τους ανθρώπους που λένε πολλά για τον εαυτό τους. Όπου ακούς για πολλά κεράσια, κράτα μικρό καλάθι, λένε.
«Εγώ πάντα προσέχω όταν μου μιλάνε», «Εγώ ποτέ δεν κράζω», «Εγώ λέω πάντοτε την αλήθεια» κι αυτό το συνεχές «εγώ» ανοίγει τρύπα στα αυτιά κι η έκφραση προσπαθεί να μη φανεί ειρωνική. Πώς να σε πιστέψω όταν οι αποδείξεις για την καλοσύνη και τη μετριοφροσύνη σου ξεκινούν με το «εγώ»; Είσαι το απόλυτο κέντρο σου και τα λόγια σου ξεχειλίζουν εγωισμό απ’ την πρώτη λέξη, πώς να σε εμπιστευτώ και να έχω τη σιγουριά πως δεν είσαι απλά πολυλογού ή αλαζόνας;
Μου μιλάς για το πόσο καλόκαρδος είσαι, το πόση ανάγκη έχεις να βοηθάς τους γύρω σου, τον συνάνθρωπο, το αδέσποτο. Λες ότι δε γίνεσαι ποτέ αγενής, ότι πάντα έχεις ανοιχτό μυαλό κι είσαι δεκτικός, ότι δεν κρίνεις κι αγαπάς πολύ εύκολα, πράγμα που είναι κακό γιατί πληγώνεσαι.
Έλα μου όμως που οι κεραίες του ενστίκτου ανιχνεύουν καπνό. Και μην ξεχνάμε, όπου υπάρχει καπνός, κάπου καίει και μια φωτιά.
Το να βγάζεις ντουντούκα για τα καλά σου σε κάθε ευκαιρία, δε με πείθει για το ποιος είσαι ή για το ποιος μπορείς να γίνεις. Μου δείχνει ότι προσπαθείς πολύ να δείξεις κάτι που δεν ισχύει επειδή ξέρεις ότι αυτό ζητάνε οι πολλοί για να σε δεχτούν. Ή ότι θα ήθελες πολύ να είσαι αυτό που φωνάζεις κι απλά επειδή δεν είσαι, σου αρκεί να τραβήξεις την προσοχή της πλαστής εικόνας που δημιουργείς.
Ο άνθρωπος που ξέρει τι είναι κι είναι γνήσια καλός, αυτός που είναι πράγματι άνθρωπος, δε χρειάζεται να το διατυμπανίζει, να το διαφημίζει. Του αρκεί που γεμίζει εσωτερικά με τις πράξεις του, που η ενέργεια που παίρνει απ’ τον κόσμο κι απ’ τις πράξεις αυτές τον κάνουν να χαμογελά, κάνουν την καρδιά του να χτυπά λίγο πιο δυνατά.
Όταν βοηθήσει μια γιαγιά να προλάβει ν’ ανέβει στο λεωφορείο, δε νιώθει την ανάγκη να το πει σε φίλους και γνωστούς γιατί έκανε ένα καλό. Εκείνος δεν το βλέπει σαν κάτι άξιο μοιράσματος. Δε θα χαρεί που είδε ένα γελοία ντυμένο άτομο και δεν το έκραξε ούτε που δεν αδιαφόρησε όταν άκουσε να βρίζουν έναν μετανάστη. Ξέρει ότι το να είσαι συμπονετικός και να προσφέρεις, είναι το φυσικό, το λογικό, το όμορφο, όχι κάτι που πρέπει λάβει εύσημα γι’ αυτό.
Φυσικά και νιώθει καλά ή ακόμη και περηφάνια αν εναντιωθεί σε κάποια αδικία ή αν βοηθήσει ουσιαστικά. Φυσικά και θα καμαρώσει μέσα του για το θάρρος και την ανιδιοτέλεια που έδειξε μα του αρκεί αυτό επειδή πλέον θα νιώθει πιο δυνατός, πιο σωστός, πιο αυθεντικός κι άξιος να λέγεται άνθρωπος.
Δε θα τον νοιάξει να το γράψει στα μέσα δικτύωσης, να βγάλει βίντεο καθώς κάνει την αγαθοεργία ή να το πει σε δέκα φίλους. Δε θα τον κάνει αυτό να νιώσει σημαντικός και ξεχωριστός. Όχι, απλά θα το κρατήσει μέσα του και θα τον κάνει να νιώθει πιο ζωντανός, πιο όμορφος.
Όταν εσύ έρχεσαι και μου τριβελίζεις τ’ αυτιά για τις καλές σου πράξεις, για την ειλικρίνειά σου, για την ηθική σου για να με εντυπωσιάσεις και να αισθανθείς σωστός και σημαντικός, τότε θα δυσκολευτώ να σε πιστέψω γιατί θα μυριστώ ότι κάτι βρομάει. Κι αν προσπαθήσεις να μου το περάσεις έμμεσα, πως δήθεν έκανες κάτι ορθό, αλλά εντάξει, σιγά το πράγμα, τότε υπάρχει μεγάλη περίπτωση η βρόμα να επιτεθεί στη μύτη μου και να σε αντιπαθήσω.
Εσύ μπορεί να το πεις καχυποψία ή υπερβολή μα εγώ κρατάω πάντα πισινή γιατί πολλές φορές εξαπατήθηκα και πληγώθηκα και δεν ψήνομαι να το ξανακάνω. Γι’ αυτό, τα σιγανά ποταμάκια τα φοβάμαι και τα προστατευτικά μου τείχη αντέχουν.
Αν είσαι καλοσυνάτος, ευαίσθητος και σωστός, αυτό θα φανεί θέλοντας και μη, χωρίς προσπάθεια. Το όμορφο πάντα φαίνεται, όπως και το ψεύτικο.
Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Α. Καρμίρη: Πωλίνα Πανέρη