Τα πράγματα σκουραίνουν ανά καιρούς. Έρχονται προβλήματα που βαραίνουν, θέματα που δυσκολεύουν, λύπες που μας ρίχνουν στα γόνατα και το μόνο που θέλουμε είναι να τυλιχτούμε σε μικρά κουβάρια και να εξαφανιστούμε. Θέλουμε να σταματήσουμε να νιώθουμε, να μη σκεφτόμαστε, να μην επηρεαζόμαστε και να μην πονάμε άλλο. Δεν αντέχουμε περισσότερο και το μόνο που υπάρχει είμαστε εμείς μες στη σκοτεινιά, την κενότητα που αφήνει η τόση συναισθηματική ένταση. Παύουμε να βλέπουμε τριγύρω. Αισθανόμαστε ότι κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει, ότι είμαστε μόνοι μπροστά στους άθλους και τα βράχια και θέλουμε απλά να παραδοθούμε σε ό,τι είναι να έρθει.
Πολλοί έτσι συνηθίσαμε· όταν αρχίζουμε να μην μπορούμε ν’ ανασάνουμε, κλεινόμαστε στον εαυτό μας, του δίνουμε χρόνο να κάνει τον κύκλο του κι έπειτα νιώθουμε γιατρεμένοι. Άλλος αγκαλιά με τα βιβλία του, άλλος με ταινίες και σειρές, άλλος με υπνοθεραπεία ή χωμένος στη δουλειά. Ο στόχος είναι να μην σκεφτόμαστε, να κρατάμε απασχολημένο το μυαλό μακριά από το ζήτημα που γδέρνει ή ματώνει. Τα κινητά στο αθόρυβο κι οι φίλοι ενημερωμένοι πως θέλουμε τον χρόνο μας. Και πράγματι, μετά από λίγες μέρες είναι καλύτερα. Σαν μια ίωση που περνάει τα στάδιά της, εκδηλώνει συμπτώματα, εμείς μένουμε στα ζεστά -μόνοι για να μην κολλήσουμε κανέναν- κι έπειτα φεύγει όπως ήρθε. Κάπως έτσι έχουμε μάθει να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες που δεν έχουν λύση γιατί δεν περνάει από το χέρι μας.
Σκεφτόμαστε ότι αφού δεν είμαστε σε θέση να νιώσουμε καλύτερα, γιατί να προβληματίσουμε κάποιον άλλον; Αφού δεν μπορούν να μας παρέχουν λύσεις κι έχει να κάνει μ’ εμάς και μόνο, για ποιον λόγο να αναστατώσουμε φίλους και κοντινούς ανθρώπους; Αφού θα περάσει. Πάντα περνάει με τον τρόπο που ξέρουμε και λειτουργεί για εμάς. Αφού αυτό είναι το φάρμακο ή η αντιβίωση που χρειαζόμαστε για ν’ αναρρώσουμε. Και μετά τους συναντάμε «αναζωογονημένοι» και γεμάτοι κέφι. Τους διηγούμαστε το τι συνέβη και μπαίνει στο ράφι του παρελθόντος.
Κι αν υπάρχει κάτι άλλο από την πεπατημένη; Κι αν υπάρχουν κι άλλες διέξοδοι για να συνέλθουμε και να βρούμε τον εαυτό μας γρηγορότερα και πιο επιτυχημένα; Κι αν απλώς ακολουθούσαμε μια συνήθεια τόσον καιρό και ήμασταν κλειστοί σε κάποια εναλλακτική; Το ρητό για το μήλο και το γιατρό το ξέρουμε όλοι. Τι κι αν εμείς κάναμε το αντίστοιχο; Ένας φίλος τη δύσκολη ημέρα τον πόνο κάνει πέρα. Όταν είμαστε χάλια, καταρρακωμένοι από συνθήκες και σκέψεις, από συναισθήματα και πρακτικές, μένουμε να αιωρούμαστε. Δεν έχουμε ενέργεια να κινηθούμε, να μιλήσουμε, να κάνουμε το οτιδήποτε. Είμαστε άδειοι κι ανίσχυροι. Γι’ αυτό παίρνουμε τη μία μέρα μετά την άλλη, για να αναπληρώσουμε δυνάμεις. Το σχεδόν μαγικό με τους ανθρώπους μας είναι ότι έχουν την ικανότητα και δυνατότητα να μας γεμίσουν ακόμα και σε μία συνάντηση.
Μπορεί να μας πάρουν μια αγκαλιά, ενώ εμείς κλαίμε για πολλοστή φορά και νιώθουμε το στομάχι και το στέρνο έτοιμα να σκάσουν από πίεση. Μπορεί να μας ακούσουν απλά με ειλικρινή μάτια που είναι ξεκάθαρα εκεί για εμάς και θέλουν να νιώσουμε καλά ξανά. Μπορεί να μας συζητάνε για ώρες, να ψάχνουν απαντήσεις, εξηγήσεις και ξόρκια για να μας βοηθήσουν. Μπορεί απλά να φέρουν την αγαπημένη μας ταινία κι έναν κουβά ποπκόρν και να τη δούμε ώμο με ώμο στον καναπέ. Μπορεί η ταινία να είναι το οτιδήποτε ή ένα παιχνίδι που θα μπορούμε να παίξουμε μαζί και να ξεσπάσουμε βρίζοντας ή γελώντας με παίκτες και φάσεις. Μπορεί να είναι τάβλι, χαρτιά, επιτραπέζια με μπίρες ή τρομακτικές ιστορίες στο ιντερνέτ. Μπορεί να είναι όλα μαζί ή κάτι τελείως διαφορετικό.
Το ουσιαστικό είναι ότι στο τέλος της συνάντησης θα νιώθουμε άλλοι άνθρωποι. Θα έχουμε βγάλει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τη μαυρίλα, η ενέργεια θα πάλλεται στο σώμα μας και το μυαλό θα είναι πιο ενεργό από πριν. Μόνο η επιθυμία του φίλου να μας βοηθήσει, η ματιά και το άγγιγμά του, είτε αυτό είναι ένα χάδι είτε μία σπρωξιά πάνω στο παιχνίδι, πράγματι θα βοηθήσουν. Πράγματι θα μεταφέρουν θετική ενέργεια στο σώμα μας κι οι μπαταρίες θ’ αρχίσουν να γεμίζουν.
Τα θέματα θα είναι ακόμα εκεί, αλλά η αξία τους θα έχει μειωθεί γιατί θα έχουμε μόλις περάσει χρόνο με έναν ή πολλούς απ’ τους αγαπημένους μας ανθρώπους. Γιατί θα ξέρουμε ότι δεν είμαστε μόνοι και δε θα είμαστε. Γιατί θα ξέρουμε ότι όσο χαμηλά και να πέσουμε, όσο πάτο και ν’ αγγίξουμε, πάντα θα έχουμε κάποιο χέρι να κρέμεται προσπαθώντας να μας τραβήξει πάνω. Γιατί το να γελάμε, να κλαίμε, να εκφραζόμαστε και να ξεσπάμε είναι πάντοτε διαφορετικό παρέα με κάποιον που μας νοιάζεται και θέλει να είναι εκεί.
Ας μην υποτιμάμε τη διαφορά που μπορεί να κάνει ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά ή η παρουσία κάποιου δίπλα μας τόσο σε σωματικό όσο και συναισθηματικό επίπεδο. Ας μην πούμε το «θέλω να μείνω μόνος» κι ας τους αφήσουμε να μας πλησιάσουν και να μας δώσουν ό,τι μπορούν και θέλουν. Η ανθρώπινη επαφή μπορεί να κάνει θαύματα, αρκεί να το επιτρέψουμε. Δε χρειάζεται να περνάμε τα δύσκολα μόνοι. Το βάρος ελαφραίνει όταν μοιράζεται.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή