Αχ αυτό το μεταφορικό ξεμάλλιασμα που όλοι ξέρουμε κι έστω και κρυφά λατρεύουμε. Σου σπάει ο άλλος τα νεύρα, ερεθίζοντας κάθε χορδή σου; Νιώθεις την πίεση ν’ ανεβαίνει κι ας δεν είσαι σε περίεργη ηλικία; Νιώθεις ότι ο θρασύδειλος απέναντί σου σε παίζει; Δεν έχεις άλλη επιλογή παρά απ’ το να ανοίξεις το στόμα σου και ν’ αφήσεις ό,τι σκέφτεσαι γι’ αυτόν να ξεχυθεί και να του δώσει τις μπουνιές με τις οποίες θα ευχόσουν να στόλιζες το πρόσωπό του.
Αλλά όχι, πολιτισμένοι άνθρωποι είμαστε, δε γίνεται να μαυρίζουμε μάτια σε κάθε διαπλοκή. Οπότε, τα λόγια είναι σύμμαχος κι απολαμβάνουμε τόσο να εκφράζουμε το θυμό και την αποστροφή μας με αυτά.
Το χειρότερο όμως είναι να σου ‘ρχεται η σωστή ατάκα, αφού έχει περάσει η ώρα του διαπληκτισμού. Αυτή η υπέρτατη φράση που θα έβαζε τον άλλον στη θέση του και θα τον άφηνε με το στόμα ανοιχτό!
Δε μιλάμε φυσικά για απαντήσεις που περιλαμβάνουν τη μαμά του συνομιλητή και τη διάμετρο του πισινού της. Και φυσικά δεν εννοούμε προσβολές δεκαπεντάχρονου παιδιού που θα μας κάνουν να φανούμε ακριβώς αυτό κι ο αντίπαλος του καβγά θα γελάσει και θα ξέρει πως ήδη κέρδισε.
Όχι, εμείς στοχεύουμε σε κάτι πολύ ψηλότερο από αυτό, σε κάτι τόσο mind-blowing που θα μπορούμε να δούμε τους καπνούς να βγαίνουν απ’ τα αυτιά του άλλου, καθώς οι λέξεις φεύγουν απ’ το στόμα μας. Γιατί ποια είναι μεγαλύτερη απόλαυση απ’ το να φανερώνεται η ευστροφία, η ορθολογική μας σκέψη κι η εξυπνάδα πάνω σ’ έναν έντονο τσακωμό;
Εκεί που τα αίματα ανάβουν, έστω και κρυφά; Γιατί μην ξεχνιόμαστε, πόσες φορές απλά θέλαμε να φορέσουμε το στύλο της στάσης καπέλο σε κάποιον, αλλά στο πρόσωπό μας φώτιζε η έκφραση αυτοελέγχου κι ελεγχόμενης αηδίας;
Ε τότε είναι η ευκαιρία μας ν’ ανυψωθούμε τόσο στα δικά μας μάτια όσο και στου «απέναντι στρατόπεδου». Είτε είμαστε έτοιμοι να σκάσουμε φανερά είτε βρισκόμαστε σε bitch-face mode, τότε είναι που όλη η φαντασία, οι ικανότητες αυτοσχεδιασμού κι ο αυθορμητισμός πρέπει να συνδυαστούν ιδανικά και να παράγουν την ύψιστη ατάκα.
Είναι τόσο περίτεχνη, τόσο ουσιώδης και to the point, τόσο υπέροχη που χαμογελάς στην ανάμνηση ενώ μέσα σου γελάς χαιρέκακα όμοια με τον κακό παλιού καρτούν, ενθυμούμενος τη φάτσα του άλλου. Και σκέφτεσαι «Είμαι πολύ καλή τελικά» και δίνεις συγχαρητήρια στον εαυτό σου και μπράβο σου που το σκέφτηκες. Μα πάνω από όλα, ο εγωισμός κι η περηφάνια χορεύουν έξαλλα κάτω απ’ τους ρυθμούς της θριαμβευτικής σου νίκης.
Όταν όμως δεν είσαι συνηθισμένος σε καβγάδες ή έτυχε σε μέρα που δεν ήσουν σε φόρμα, αυτά που δίνεις στον εαυτό σου είναι φάσκελα. Γιατί λογικά αν ανήκεις σε μία απ’ τις δύο αυτές κατηγορίες είτε θα έχεις χάσει στα επιχειρήματα είτε θα βγήκατε ισοπαλία και τώρα σίγουρα σκέφτεσαι ξανά και ξανά εκείνες τις στιγμές. Τις στρίβεις στο μυαλό σου, τις αναπαράγεις και θυμώνεις κι άλλο για τον κρετίνο που τόλμησε να σε ειρωνευτεί, βρίσει ή έστω να στην πει.
Εκεί που γίνεσαι έξω φρενών όμως κι ο μικρός Χαλκ μέσα σου ξυπνάει είναι όταν συνειδητοποιείς ότι υπήρχαν τόσες καλύτερες απαντήσεις που θα μπορούσες να είχες δώσει, τόσες αποστομωτικές ανταποδόσεις που εκείνη την καταραμένη στιγμή δε δημιουργήθηκαν ποτέ στο μυαλό σου. «Και θα του έλεγα αυτό, θα απαντούσε αυτό και μετά θα του έλεγα εκείνο» σκέφτεσαι κι οι φανταστικοί διάλογοι πλάθονται ανελέητα στο κεφάλι σου, ενώ τα χτυπήματα θα ήταν τελειωτικά.
Και μετά φαντάζεσαι τη μούρη του άλλου να παίρνει μια τόσο μουδιασμένη έκφραση, τόσο άναυδη για τις σπιρτόζικες και πνευματώδεις σου απαντήσεις που σχεδόν βρυχάσαι «Να πάρει και να σηκώσει!», καθώς αυτήν τη στιγμή μπορεί να είσαι κι ακόμα πιο εκνευρισμένος από πριν.
Κοιτάξτε, το θέμα είναι να βγαίνουμε αξιοπρεπείς από ένα «ξεμάλλιασμα», οπότε αν σταθήκαμε στο ύψος μας, δεν πειράζει και πολύ αν η ατάκα του αιώνα δεν ήρθε -θα έρθει την επόμενη φορά. Καλά, σαφώς θα ήταν προτιμότερο να μην έχουμε τέτοιες αλληλεπιδράσεις, γιατί κρίμα είναι να γεμίζουμε αρνητική ενέργεια, αλλά αν δεν αποφεύγεται, ας επανδρωθούμε με αυτοπεποίθηση και την πίστη μας πως έχουμε δίκιο. Ας μονομαχήσουμε όσο πολιτισμένα όσο ένας ευφυής Σερ! Έτσι. Γιατί μπορούμε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη