Τα μάτια ανοίγουν κι η καρδιά χτυπά πιο δυνατά. Είσαι εδώ με τα χέρια γύρω μου να με κρατάς κοντά ακόμα και τώρα που οι αισθήσεις είναι μουδιασμένες. Το πρόσωπό σου ανέκφραστο, σχεδόν ψεύτικα ήρεμο. Ίσως γι’ αυτό μπορώ να σου μιλάω χωρίς φόβο και περιορισμούς όταν κοιμάσαι· η ψευδαίσθηση πως δεν υπάρχεις πραγματικά, πως παρ’ όλο που η μυρωδιά σου θρέφει το μυαλό και φωνάζει πως είσαι αληθινά εδώ, απτά κι ειλικρινά, κάτι στην έκφρασή σου με ξεγελά.

Ίσως η έλλειψη εκείνου του χαμόγελου του πονηρά παιχνιδιάρικου ή εκείνης της λάμψης του βλέμματός σου που κάθε που με συναντά σκάβει ολοένα και περισσότερο προς το βάθος μου, θέλοντας να μάθει, να εξερευνήσει κι ανακαλύψει, να κατακτήσει κι αποκτήσει. Ίσως να μου είναι πιο εύκολο γιατί μοιάζεις με σένα, όμως δεν είσαι. Γιατί όταν είμαστε αγκαλιά στο κρεβάτι κι η ζέστη σου μ’ εξάπτει και χαλαρώνει την ίδια στιγμή, όλα είναι αλλιώτικα. Εγώ, εσύ, οι αισθήσεις κι η ζωή έχουν άλλα χρώματα και μουσικές.

Οι άμυνες στο χώμα, εκεί που πάντα θα έπρεπε να είναι κι εκεί που έχουμε μάθει κι ορκιστεί να μην τις έχουμε. Τότε, όμως, σε θέλω περισσότερο από ποτέ, τότε που τα βλέφαρα είναι κλειστά κι εσύ ονειρεύεσαι σ’ έναν κόσμο μόνο δικό σου. Τότε που η καρδιά σου δε φοβάται, που το μυαλό δε διστάζει και το άγγιγμά σου με ψάχνει ασυναίσθητα. Τότε που τα τείχη δε σταματούν τη σύνδεσή μας, που δεν κάνουν τα φρύδια σου να σουφρώνουν και το στομάχι να αντιστέκεται στην πανέμορφη ταραχή της επικοινωνίας μας. Τότε, σε νιώθω πιο κοντά μου από ποτέ. Τότε, νιώθω πως είμαστε ένα γιατί κι εγώ νιώθω πιο κοντά σου από ποτέ.

Γιατί εκείνες τις στιγμές κι οι δικές μου άμυνες είναι κάπου πεταμένες και παρατημένες. Γιατί τότε μπορώ να σε κοιτάξω και να σου πω «Σε φοβάμαι. Και φοβάμαι κι εμένα». Σε φοβάμαι επειδή σου ανοίχτηκα, επειδή είσαι ο πιο κοντινός που άνθρωπος, επειδή ξέρεις πτυχές μου που δεν ξέρει κανένας. Επειδή όταν μελαγχολώ, με αγκαλιάζεις κι όταν γελάω, λάμπεις. Σε φοβάμαι γιατί η γνώση είναι δύναμη κι εσύ, μάτια μου, έχεις τόση που μπορείς να με καταστρέψεις. Γιατί μπορείς να με πιάσεις στα δυο σου χέρια και μ’ ένα απλό σφίξιμο να μου πάρεις κάθε ανάσα, κάθε ελπίδα κι όνειρο για εμάς και να με αφήσεις να σωριαστώ στον χαμό. Στον χαμό της έλλειψής σου. Σε φοβάμαι γιατί σ’ ερωτεύτηκα.

Και φοβάμαι εμένα γιατί μ’ ερωτεύτηκες εσύ. Δεν έπρεπε να το ‘χες κάνει. Φέρθηκες ανόητα κι επιπόλαια. Πώς πας και δίνεις μυαλό και καρδιά σ’ έναν άνθρωπο αδύναμο και δειλό; Έτσι νιώθω. Η ζωή είναι σκληρή και δύσκολη κι ανά στιγμές νιώθω πως δεν αντέχω άλλο την ασχήμια του ανθρώπου. Κι αν κάποτε αρχίσω να τρέχω; Αν παραιτηθώ απ’ την ευτυχία και παραιτηθώ κι από εμάς; Τι θα κάνεις εσύ; Θ’ αρχίσεις να τρέχεις μαζί μου ή θα σταθείς να με κοιτάζεις καθώς απομακρύνομαι; Και τότε πώς θα νιώσεις και πόσο θα με μισήσεις; Πόσο θα μετανιώσεις τη στιγμή που ειδωθήκαμε για πρώτη φορά και χαμογελάσαμε ειλικρινά; Πόσο θα σιχαθείς τις φορές που μου είπες πόσο διαφορετικά όμορφη είναι η καθημερινότητά σου μαζί μου; Με φοβάμαι. Με φοβάμαι πολύ.

Όμως πιο πολύ απ’ όλα φοβάμαι τη «μοίρα». Όχι, εκείνη που λένε πως είναι προδιαγεγραμμένη για εμάς. Όχι, αυτή δεν είναι για εμάς. Φοβάμαι εκείνη την άλλη, την ύπουλη που μπορεί να σε πάρει μακριά σε μόνο μία στιγμή. Που μπορεί να κλέψει το χαμόγελό σου και να μην τ’ αφήσει να μ’ επηρεάσει ποτέ ξανά. Που θα σβήσει τις σκέψεις σου και θα με κοιτάζει να ικετεύω για λίγες ακόμα. Αν ήξερες, θα έλεγες να μη σκοτεινιάζω και ν’ αναπνεύσω.

Όμως, όταν σ’ έχω εδώ, με λίγα μονάχα εκατοστά να μας χωρίζουν, μέσα στην ηρεμία και την τρυφερότητα της ατμόσφαιρας που πλάσαμε, χωρίς άμυνες και προστασίες, με τις αναμνήσεις γαργαλιστικές κι έντονες, δεν μπορώ παρά να σ’ εκτιμώ περισσότερο από κάθε άλλοτε. Κι όταν εκτιμάς, όταν λατρεύεις και καρδιοχτυπάς, φοβάσαι.

Φοβάσαι ότι θα χάσεις το πολύτιμό σου, το πανέμορφό σου. Κι αυτούς τους φόβους μπορώ να στους πω μόνο με τα μάτια σου κλειστά και τις αισθήσεις ναρκωμένες. Μόνο τότε μπορώ να ξέρω ότι δε θα σε τρομάξουν, ότι δε θα σε κάνουν να φοβηθείς κι εσύ ή να σε τρομοκρατήσουν. Μόνο όταν κοιμάσαι μπορώ να σου πω τις μεγαλύτερες αλήθειες μου, τις πιο κρυφές και βαθιές. Γι’ αυτό, άκου τώρα που μπορείς. Άκου τώρα που όλα είναι ήσυχα.

 

Συντάκτης: Μαρία Α. Καρμίρη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη