Αχ αυτός ο καταραμένος, ο πανέμορφα καταραμένος. Ναι, ναι, για τον έρωτα μιλάω, τον κυρίαρχο, τον παντοδύναμο. Που μπορεί να φορέσει στη μελαγχολία το φουστάνι του ενθουσιασμού και στην ανασφάλεια τα γυαλιά της αυτοπεποίθησης, που μπορεί να μας κάνει να πετάμε τη μία στιγμή και την άλλη να σερνόμαστε, που γεννά πεταλούδες στο στομάχι και οργανοπαίχτες στο στήθος, που μπορεί να κάνει ένα άλλοτε αδιάφορο πρόσωπο να φαντάζει το ωραιότερο όλων κι έναν χαρακτήρα περίεργο να φωσφορίζει ελκυστικά.
Εκεί ελλοχεύει κι ένα από τα κρυμμένα σφάλματα του έρωτα, σ’ αυτήν τη φωσφορίζουσα λάμψη. Εκείνη τη λάμψη που κάνει τα πάντα να φαίνονται ενδιαφέροντα, όμορφα, γαργαλιστικά και βαθιά. Που μας κάνει να πέφτουμε για τον τρόπο που μας κοιτάζουν, για τη σιγουριά στη φωνή και στις κινήσεις, για την ευφυΐα και το χιούμορ, για εκείνη την τρελή συνειρμική σκέψη και την απίστευτη φαντασία. Και μετά απλά είμαστε ερωτευμένοι, παραδομένοι στο όλο εκείνου του κάποιου που μας κέρδισε επάξια με τη λαχταριστή του προσωπικότητα και την ουτοπική του ύπαρξη.
Μα φυσικά και είναι εξωπραγματικός άνθρωπος, δε φταίει ο έρωτας που το βλέπουμε έτσι. Έτσι είναι και γι’ αυτό πέσαμε γι’ αυτόν, γιατί άλλος όπως εκείνος ο άνθρωπος δεν υπάρχει. Γιατί δεν μπορούμε να φανταστούμε τις ζωές μας χωρίς αυτούς, γιατί δε θέλουμε να το κάνουμε. Και γιατί να θέλουμε εξάλλου; Όταν βρίσκεις κάτι ιδανικό, το κρατάς και το φροντίζεις, το κρατάς ζεστό και αναπαυτικά, ώστε να μη φύγει και το χάσεις. Προσέχουμε για να έχουμε, σωστά; Οπότε όταν βρίσκουμε αυτό το «τέλειο», το βάζουμε κάπου ψηλά για να το θαυμάζουμε και να το προσέχουμε, να μπορούμε να το δούμε από παντού και να είμαστε σίγουροι ότι είναι ακόμα εκεί.
Κι εδώ ακριβώς είναι το σφάλμα που ανέφερα πιο πάνω· στο να βάζουμε τον έρωτά μας σε βάθρο. Να έχουμε ενθουσιαστεί τόσο πολύ μαζί του, να είμαστε τόσο τρελαμένοι που να τον έχουμε λίγο έως πολύ θεοποιήσει. Τα μάτια μας να λάμπουν από εκτίμηση, από θαυμασμό ή κι από δέος μιας και το θεωρούμε ανώτερο απ’ όλους τους άλλους, ανώτερο απ’ όλους τους πρώην συντρόφους, απ’ όλους τους ανθρώπους που έχουμε γνωρίσει κι ακόμα ανώτερο κι από εμάς τους ίδιους. Αυτή είναι η παγίδα· να θεοποιούμε τον έρωτά μας και να το βλέπουμε ανώτερο από εμάς.
Εκεί το πράγμα γίνεται σκούρο και μυρίζει άσχημα. Μια σχέση όπου θεωρούμε τον εαυτό μας κατώτερο από το ταίρι μας, που νιώθουμε πως μπροστά του δεν πιάνουμε μία κι είμαστε τυχεροί που μας θέλει στη ζωή του, που μας «κρατάει» σε αυτήν και δεν τον ενοχλεί η «ασημαντότητά» μας, είναι μία σχέση που θ’ αρχίσει ν’ αρρωσταίνει και να μολύνει κι εμάς μαζί. Όση χαρά και όμορφα συναισθήματα παίρνουμε από αυτόν που λατρεύουμε εξαιτίας του πόσο φανταστικός μοιάζει στα μάτια μας, στη βάση, στο κέντρο μας μας τρώει.
Μας πληγώνει και πονάει τ’ ότι δε νιώθουμε αρκετά άξιοι να σταθούμε δίπλα του, αρκετά καλοί για να νιώσει περηφάνια για εμάς, αρκετά ωραίοι για να ερεθίζεται μ’ ένα άγγιγμα ή βλέμμα, όπως εμείς. Νιώθουμε ανασφάλεια και φόβο και καρδιοχτυπούμε συνεχώς, κλέβοντας κρυφές ματιές προς το μέρος εκεί ψηλά που τον έχουμε βάλει, για να σιγουρευτούμε ότι ακόμα είναι μαζί μας, ότι ακόμα μας θέλει κι είναι ικανοποιημένος με τα λίγα που μπορούμε να προσφέρουμε.
Μια σχέση όμως άνιση, μια σχέση που μας αφήνει ανασφαλείς και φοβισμένους κάθε φορά που είμαστε με τον έρωτα ή τον αφήνουμε για να γυρίσουμε σπίτι, μία σχέση που την ευχαριστιόμαστε λιγότερο γιατί μας κατατρώνε οι δαίμονές μας, γιατί ανησυχούμε συνεχώς και στεναχωριόμαστε που δεν είμαστε αρκετοί, είναι ή θα γίνει μια άρρωστη σχέση που πιο πολύ θα μας ρίχνει παρά θα μας ανυψώνει. Ένας έρωτας που δεν επικοινωνεί σωστά με τις ανασφάλειές μας, με όσα μας τυραννούν και βαραίνουν, ένας έρωτας μέσα στον οποίο μόνο λατρεύουμε αλλά δεν ανασαίνουμε, δεν είναι έρωτας· είναι ένα είδος εμμονής. Κι οι εμμονές δεν έχουν να προσφέρουν τίποτε παραπάνω από προβληματισμό και ενοχλήσεις.
Δε φταίει φυσικά το άτομο που είμαστε μαζί· μπορεί πράγματι να είναι τόσο καλό όσο το βλέπουμε, μα να μην είμαστε στη θέση να διαχειριστούμε όλα όσα είναι γιατί δε νιώθουμε καλά με εμάς, γιατί είμαστε σε μια φάση που δεν εκτιμούμε τόσο τον εαυτό μας, οπότε και μας θεωρούμε κατώτερους απ’ αυτό. Κι όσο δύσκολο κι αν είναι να απομακρυνθούμε από κάτι που μας κάνει να νιώθουμε εν μέρει όπως ο έρωτας, από κάτι που μας γεμίζει και όμορφα πράγματα εκτός από άσχημα, χρειάζεται να το κάνουμε. Οφείλουμε στον εαυτό μας να νιώθουμε ισάξιοι με όσους έχουμε γύρω μας, με όσους αφήνουμε να μπουν μέσα μας και σε όσους χαρίζουμε χρόνο.
Γι’ αυτό όσο σκληρό και να φαντάζει για εμάς το να χωρίσουμε από κάτι που μοιάζει με το παραπάνω, χρειάζεται να πούμε όχι και να βάλουμε ένα τέλος -είτε αυτό είναι προσωρινό είτε όχι- γιατί θα καταλήξουμε βασανισμένοι και κουρέλια χειρότερα απ’ ό,τι αν το τελειώσουμε. Χρειαζόμαστε χρόνο με τον εαυτό μας, δουλίτσα εσωτερική κι όταν νιώσουμε δυνατοί και σίγουροι, μπορούμε να ξαναγυρίσουμε ή απλά να πάμε για άλλα νέα. Μα σίγουρα, πρέπει να μας φροντίζουμε και με το να μένουμε σε κάτι που μας πληγώνει, δεν το κάνουμε.
Ας είμαστε γενναίοι και ας μας φροντίσουμε, λοιπόν!
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή